

Παρασκευή στο γραφείο. Το βουνό είναι ακόμα μεγαλύτερο και κάθε πέρσι και καλύτερα σε όρεξη, διάθεση και χρήμα. Λεφτά, βέβαια, μπορεί να μην υπάρχουν. Υπάρχουν όμως οι λύσεις των κολοσσών τις Κίνας που σε βάζουν να αγοράσεις πράγματα που όχι απλά δεν ήξερες ότι χρειάζεσαι, αλλά και πράγματα που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
Παλιά, έλεγα, αν τα φυσικά καταστήματα εκεί έξω έδιναν δυνατότητες αγοράς ρούχων για χοντρές (δεν είναι κακή λέξη/μην τα ξαναλέμε/βλέπε προηγούμενο άρθρο) θα ήμουν πολύ καλοντυμένη. (#νοτ). Πάλι με τα ίδια ελάχιστα ρούχα κυκλοφορώ. Το καλοκαίρι σορτσάκι με t-shirts και τον χειμώνα κολάν με τα ίδια καλοκαιρινά t-shirts. Στα διαλείμματα, όμως, έχω 1 μαύρο φόρεμα που ο άντρας μου λέει ότι είναι κοντό, ο μπαμπάς μου αναρωτιέται αν έχει κολλήσει πάνω μου και το τραβάει για να βεβαιωθεί και που ο δικηγόρος μου αν ήμασταν στη Δυναστεία θα ήξερε ότι έπρεπε να με θάψει με αυτό βάσει ρητών οδηγιών που αναφέρονται στη διαθήκη μου.
Στην αρχή, όπως όλες τις αρχές, ενθουσιάστηκα. Ψώνιζα, ψώνιζα. Κι άρχισα να αγοράζω ρούχα από το κινεζιστάν σε εξευτελιστικά χαμηλές τιμές, που σαφέστατα δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη ποιότητα, αλλά μπορούσα να ντυθώ με ό,τι μπορούσα να ονειρευτώ για πρώτη φορά στη ζωή μου, χωρίς να χρειαστεί να πουλήσω το νεφρό μου. Μπορούσα να ντυθώ, όχι ότι ντυνόμουν. Και σίγουρα είχα πολλούς ενδοιασμούς για το πόσο ηθικό είναι το θέμα του fast fashion, οι συνθήκες εργασίας των εργαζομένων, το πώς επηρεάζει την οικονομία της χώρας μου. Αλλά κατέληξα ότι άλλο τόσο ανήθικο είναι να έχω φτάσει τα 35 μου και οι επιλογές που έχω ως μία γυναίκα να συνοψίζονται στο γιαγιαδίστικο ή στο αθλητικό μαγιό.
Αυτό που ξεκίνησε με μερικά αθώα μαγιό (γύρω στα 15) άρχισε να εξελίσσεται σε εμμονή προς όλες τις κατευθύνσεις. Πρώτα μαγιό, μετά ρούχα, μετά εργαλεία ραπτικής, (pause για να ψάξω το ιστορικό παραγγελιών), δώρα, αξεσουάρ για την κουζίνα, αυτοκόλλητα για τους τοίχους, προστατευτικά καναπέδων και πάει λέγοντας. Το τρομακτικό, όμως, είναι ότι άρχισα να ανακαλύπτω πράγματα που δεν ήξερα ότι υπάρχουν ή χρειάζομαι· σε μια από αυτές τις αναζητήσεις μου βρήκα καθαριστικό βουρτσάκι για τις τρυπούλες του ντους- φοβερή ανακάλυψη. ‘Η αυτό που ανασηκώνεις το στρώμα για να βάλεις το σεντόνι από κάτω και δε χρειάζεται να σηκώνεις το βάρος. Ή κάτι αυτοκόλλητα που κλείνεις τα πακέτα δώρων με τη λέξη ‘ευχαριστώ’. Και η λίστα συνεχίζει και χάνεται με αγορά ανούσιων πραγμάτων. Και όπως αγόραζα εγώ, παράλληλα αγόραζαν και όλα τα καταστήματα στην Ελλάδα για να εξοπλίσουν τα καταστήματά τους, κρατώντας όμως τις «ελληνικές τιμές» και μη μου πείτε είναι φυσικό κατάστημα και έχει έξοδα, γιατί υπάρχει σαφέστατα ελεύθερη αγορά, αλλά υπάρχει κι αισχροκέρδεια.
Προφανώς, δε θα αναλύσουμε τις επιπτώσεις αυτών των κολοσσών στην ελληνική οικονομία/αγορά, αλλά πόσο αυτή η ανάγκη αγοράς κάτι καινούργιου μας στερεί τη χαρά του καινούργιου. Δε νιώθουμε τη χαρά της προσμονής. Δεν αναγνωρίζουμε την αξία του αντικειμένου γιατί ήταν απλά ένα κλικ. Δε συνειδητοποιούμε πόσο λιγότερο νιώθουμε κάθε φορά, γιατί είναι όλο και πιο εύκολο να αποκτήσουμε κάτι. Δεν κατανοούμε πως ο ανθρώπινος νους λειτουργεί με μνήμες και με το καινούργιο συμπεριφορικό μοντέλο, ο νους μας αρχίζει και ξεχνάει να δίνει αξία σε πράγματα, καταστάσεις, ανθρώπους και όλο αυτό μας απογυμνώνει. Μας κάνει λιγότερο ανθρώπους, με λιγότερα συναισθήματα. Μας δημιουργεί ψεύτικες κι εφήμερες ανάγκες, καλλιεργεί τη ματαιοδοξία και την κενότητα μέσα μας. Μας επαναπρογραμματίζει να γινόμαστε κι οι ίδιοι εφήμεροι, να μην ψάχνουμε την/τον μία/έναν (αν υπάρχει), να συμβιβαζόμαστε με το λιγότερο. Να μην ψάχνουμε ποιότητες στους συνανθρώπους μας, αλλά και να μας είναι τόσο εύκολο να αλλάζουμε τους ανθρώπους μας όπως και τα αντικείμενα από ένα ιντερνετικό κατάστημα. Να είμαστε μονίμως απασχολημένοι, χωρίς να κάνουμε τίποτα.
Ακόμα, όμως, κι αν είδαμε όλες αυτές τις παγίδες και τις αποφύγαμε, σκεφτείτε πόσο απομακρυνόμαστε από εμάς και τους γύρω μας. Κολλημένοι σε μία οθόνη κινητού. Ξεχνάμε να αλληλοεπιδρούμε με τους γύρω μας με τον διπλανό μας. Ασφυκτιούμε από τα πράγματα που στοιβάζουμε, αντί να στοιβάζουμε αναμνήσεις με όμορφες στιγμές με εμάς τους ίδιους ή και τους αγαπημένους μας. Χάνουμε την αίσθηση του χρόνου και καταλήγουμε όλο και πιο ξένοι ως προς τη φύση μας και ως προς τους δικούς μας.
Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που απολαύσατε ένα ηλιοβασίλεμα, πότε ζήσατε ως τουρίστας στην πόλη σας και χαθήκατε στα στενά; Χωρίς τη βοήθεια ενός κινητού να σας καθοδηγεί. Χωρίς να ξέρετε πού πάτε, να βρεθείτε σε ένα καφέ που απλά βρήκατε μπροστά σας και σας μύρισε ο καφές του; Χωρίς να διαβάσετε reviews και να κάτσετε. Απλά να κάτσετε σε μία καρέκλα. Να χαιρετήσετε τους ανθρώπους γύρω σας. Να τους παρατηρήσετε, περιμένοντας όλο προσμονή τον καφέ σας, τον οποία να απολαύσετε χωρίς να χρειαστεί να κρυφτείτε στην ασφάλεια του κινητού σας;