Εάν θα μπορούσα να προσδιορίσω τις σχέσεις, θα έλεγα ότι είναι κάτι περίπλοκο, που θέλοντας και μη, κάποτε κάνουν τον κύκλο τους. Το κλασικό ερώτημα, όμως, είναι: όταν κλείσει αυτός ο κύκλος, πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να ανοίξεις έναν άλλο; Προφανώς και δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση σε αυτή την ερώτηση, μιας και κάθε σχέση είναι διαφορετική, και ο καθένας από εμάς χρειάζεται το δικό του χρονοδιάγραμμα για να ξεπεράσει μια κατάσταση και να κλείσει τα παράθυρα του παρελθόντος. Υπάρχουν άτομα που νιώθουν έτοιμα σχεδόν αμέσως, μιας και ίσως να είχε κλείσει το κεφάλαιο από καιρό, ή πάλι έχουν μάθει να κλείνουν καταστάσεις άμεσα. Από την άλλη, υπάρχουν και άνθρωποι που ίσως να χρειάζονται μήνες, ακόμη και χρόνια για να μπορέσουν να προχωρήσουν παρακάτω και να ανοιχτούν και πάλι ξανά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει μια απόλυτη «απάντηση» στο πόσος καιρός πρέπει να περάσει, αλλά υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που μπορούν να μας βοηθήσουν να το αντιληφθούμε.

Ομολογώ ότι κάθε ανθρώπινη σχέση που έρχεται στο τέλος της απαιτεί μια διαδικασία πένθους. Μπορεί να είναι μια κοινή απόφαση, ακόμη και ένας χωρισμός που μας ανακουφίζει· εντούτοις κρύβει μέσα του μια μορφή απώλειας. Και κάθε κύκλος, για να κλείσει, απαιτεί ένα χρονικό διάστημα ώστε να επεξεργαστούμε τα συναισθήματά μας, να κατανοήσουμε τι πήγε λάθος και κάπως έτσι να χωνέψουμε ότι γυρνάμε σελίδα. Στην περίπτωση που προσπεράσουμε βιαστικά αυτό το στάδιο και δεν αναλογιστούμε το στάδιο του πένθους, κινδυνεύουμε να πέσουμε στην παγίδα του να μεταφέρουμε τα ίδια μοτίβα στη νέα μας σχέση. Και προφανώς, ακόμη κι αν δηλώνουμε ότι είμαστε έτοιμοι να πάμε παρακάτω, δε θα είμαστε στα αλήθεια. Σε μια άλλη περίπτωση, ένας χωρισμός ίσως μας δώσει και την ευκαιρία να αντιληφθούμε πράγματα που ήταν αδύνατον να κατανοήσουμε μέσα στη σχέση μας, κάτι που καμιά φορά μας βοηθάει να πάμε παρακάτω πιο γρήγορα. Ίσως κάπως έτσι να συνειδητοποιήσουμε ότι τόσο καιρό βρισκόμασταν μέσα σε καράβι που έμπαζε νερά· όσο κι αν θέλαμε να μην το δούμε, η σχέση είχε τελειώσει προ πολλού. Και προφανώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το να μπούμε σε κάτι νέο είναι πολύ πιο εύκολο.

Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων μπαίνει σε μια καινούρια σχέση/κατάσταση με το καλημέρα. Γνωστές και ως σχέσεις rebound. Στις πλείστες των περιπτώσεων συμβαίνουν για να πάρουν λίγο από τη μοναξιά και το κενό που πιθανότατα να νιώθουμε μετά τον χωρισμό. Είναι μια σχέση που καμιά φορά επιθυμούμε για να μας γιατρέψει λίγο τον πόνο ή πάλι για να αποδείξουμε κάτι στον εαυτό μας — πιθανότατα ότι είμαστε εντάξει και μπορούμε να πάμε εύκολα παρακάτω. Προφανώς και αυτές οι σχέσεις έχουν μια σύντομη ημερομηνία λήξης, μιας και σπάνια αντέχουν στον χρόνο, γιατί απλούστατα δημιουργούνται κάτω από τις λάθος συνθήκες και στηρίζονται κυρίως στην ανάγκη για συντροφικότητα παρά σε μια αληθινή σύνδεση.

Για να συνοψίσω: σωστή απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα —του πόσος χρόνος πρέπει να περάσει— δεν υπάρχει. Προφανώς, και το να δώσουμε τον απαραίτητο χρόνο στον εαυτό μας δεν είναι αδυναμία, αλλά μια ένδειξη ωριμότητας. Όσο πιο καθαρά και συνειδητά μπεις μέσα σε κάτι καινούριο, τόσο περισσότερες είναι και οι πιθανότητες να χτίσεις κάτι ουσιαστικό και υγιές. Μιας και το κενό δεν κλείνει με αντικατάσταση.

Συντάκτης: Τόνια Κωνσταντίνου