Ενηλικιώνεσαι. Έρχεσαι αντιμέτωπος με το αληθινό πρόσωπο της ζωής και συνειδητοποιείς πόση αξία έχουν τελικά τα απλά πράγματα. Οι απλές κουβέντες, αυτές που κρύβουν βαθύ νόημα, νοιάξιμο, αγάπη. Τα λόγια με συναίσθημα, εκεί που βρίσκεται όλη η ουσία.

Μεγαλώσαμε με τις «κλασικές κουβέντες». Ζούσαμε για να αποδείξουμε την αξία μας μέσα από επιδόσεις, βαθμούς, τεστ, εξετάσεις, ατελείωτες απαιτήσεις. Αυτό θεωρούσαν πρόοδο οι γονείς μας. Αυτό τους έκανε να καμαρώνουν. Κι ας πονούσες μέσα σου. Κι ας ήθελες να κλάψεις. Ποιος ρωτούσε πώς ένιωθες στ’ αλήθεια;

Έχεις πιάσει ποτέ τον εαυτό σου να μη λέει κάτι μπροστά στους γονείς σου για να μη τους στεναχωρήσει; Να αποφεύγεις την αλήθεια για να μη χαλάσεις την τέλεια εικόνα που έχουν για σένα; Είσαι το παιδί τους, το αίμα τους, και όλα τα κάνεις υπέροχα.
Μα η αλήθεια σου μπορεί να λέει άλλα.

Έζησες ποτέ να μη θέλεις να βγεις από το σπίτι γιατί δεν ένιωθες καλά και να προσποιείσαι πως απλώς “είπες να ξεκουραστείς”; Ένιωσες να μη χωράς πουθενά, να έχεις άλλες προτιμήσεις, άλλες ανάγκες, κι όμως να τις κρατάς μέσα σου γιατί “πώς να τους το πω αυτό”;
Μήπως έχεις ακούσει σκληρά λόγια στο σχολείο για την εμφάνισή σου; “Χάλια δόντια”, “παράξενο μαλλί”, “είσαι κοντός”, “πολύ ψηλός”. Κι όμως γύριζες σπίτι και έλεγες “είχα μια καλή μέρα”. Γιατί αυτό ήθελαν να ακούσουν. Και αυτό άκουγαν.

Δεν μπορούσες να αλλάξεις κάτι. Ή έτσι πίστευες. Κρατούσες μέσα σου. Για άλλη μια φορά.

Και μετά μεγαλώνεις κι άλλο. Σε απασχολεί το μέλλον σου. Οι επιλογές σου. Ποιο δρόμο θα ακολουθήσεις.
Βλέπεις φίλους σου να έχουν “κανονίσει” ήδη. Είτε πέρασαν σε κάποια σχολή είτε όχι, έχουν οικογενειακή επιχείρηση, κάπου θα συνεχίσουν. Και εσύ;
Μαθαίνεις ότι “στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι”. Πτυχία, χαρτιά, δεν έχουν πάντα σημασία. Ή έτσι λένε. Πώς να το εξηγήσεις αυτό στους δικούς σου; Φταίνε; Όχι. Έτσι έζησαν κι αυτοί. Έτσι έμαθαν να επιβιώνουν.

Αλλά εσύ; Φρόντισε να βρεθείς εκεί που παθιάζεται η ψυχή σου. Όχι εκεί που σε πήγαν. Μακριά από “πρέπει” και “έτσι κάνουν όλοι”.

Και έπειτα, όλο αυτό κουκούλωμα. Όλη αυτή η καταπίεση, μένει μέσα σου. Δεν εκδήλωσες ποτέ τις ανησυχίες σου. Δεν έδειξες ποτέ καθαρά τη θλίψη σου. Κι εκείνη γιγαντώθηκε.
Πόσοι δεν ακολούθησαν το επάγγελμα των γονιών τους από υποχρέωση; Πόσα παιδιά μπήκαν στις δουλειές της οικογένειας γιατί “έτσι πρέπει να γίνεται”;
Πόσοι έκαναν οικογένεια για να μην πληγώσουν τους γονείς τους; Πόσοι παντρεύτηκαν “το καλό παιδί”, γιατί το συμπαθούσαν οι γονείς; “Παπούτσι απ’ τον τόπο σου”…

Δεν είναι τυχαίες οι παροιμίες. Είναι γεμάτες ιστορίες.

Κι όταν έρχεται η ώρα να δώσεις όνομα στο παιδί σου, σκέφτεσαι το όνομα του παππού ή της γιαγιάς. Γιατί έτσι λέει το έθιμο. Κι ας μην το ένιωσες ποτέ δικό σου.
Πόσες φορές σκέπασες τα “θέλω” σου κάτω από ένα “μη μιλάς”; Πόσες φορές έπνιξες λόγια που ήθελες να πεις στους γονείς σου;

Καταπίεση. Κρυμμένη πίσω από το “να μην τους στεναχωρήσω”. Σκέφτηκε ποτέ κανείς πώς εσύ αισθανόσουν;

Σε ρώτησε κανείς:
– Πώς ένιωσες σήμερα;
– Τι σε δυσκόλεψε στη μέρα σου;
– Τι μοιράστηκες με τους φίλους σου;
– Πώς ένιωσες φορώντας τα σιδεράκια ή τα γυαλιά;
– Τι σε συγκίνησε με τον άνθρωπο που αγαπάς;
– Τι θέλεις να σπουδάσεις;
– Ποιο είναι το όνειρό σου για το μέλλον;

Πόσο πιο απλά και όμορφα θα ήταν όλα, αν ρωτούσαν και άκουγαν. Ήρεμα. Αληθινά. Με νόημα.

Ωραία. Δεν στα έμαθαν όλα αυτά. Τώρα όμως που ξέρεις πώς θα ήθελες να ήταν, γιατί να μην τα φροντίσεις εσύ για εσένα;
Το παρόν σου είναι δικό σου. Και μπορεί να γιατρέψει το παρελθόν και να δημιουργήσει ένα άλλο μέλλον.

Όλοι μαθαίνουν. Ακόμη και οι γονείς μας, αν και τους πήγε αλλιώς η ζωή. Μπορούν να μάθουν, απλώς ίσως χρειάζονται λίγο χρόνο παραπάνω.

Αποδέξου τα συναισθήματά σου. Μίλησέ τους. Ακόμα κι αν δεν ρωτήσουν, εσύ μπορείς να τους πεις.
Μπορεί να μην απαντήσουν όπως θα ήθελες. Αλλά το νόημα θα το πάρουν.

Τι λες, θα δοκιμάσεις;

Συντάκτης: Κατερίνα Μπαντόγια
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη