Κάποια στιγμή στη ζωή μας ήρθαμε αντιμέτωποι με έναν στίχο, μια μουσική, μια ιστορία “ζωγραφισμένη” στις σελίδες κάποιου βιβλίου ή πάνω στο φιλμ μιας κάμερας, που χαράχθηκε για πάντα μέσα μας. Αποτελεί ίσως μια γλυκόπικρη ανάμνηση, μια γεύση από το ποιοι ήμασταν κάποτε και πόσο μακριά κοιτάζαμε. Ίσως πάλι, να κουβαλά ένα όνειρο, τη στιγμή που σκάει το κουκούλι και μεταμορφωνόμαστε στο πραγματικό μας “είναι”. Όπως και να το συλλάβει κανείς, σίγουρα ξέρει πολύ καλά πως αυτό το κομμάτι τέχνης που τόσο τυχαία βρέθηκε στον δρόμο του, δεν το κουβαλά απλά, αλλά το φέρει γαντζωμένο στην ψυχή του και σε κάθε του βήμα.
Υπάρχουν, όμως, και κάποιες ιστορίες που εσκεμμένα σε τραβάνε στον κόσμο τους και σου εκμυστηρεύονται τις πιο λυτρωτικές τους αλήθειες. Σου ψιθυρίζουν με μιαν ανάσα σαν να επρόκειτο για το πιο σημαντικό και συνάμα επικίνδυνο μυστικό. Με λάγνα και μελωδική φωνή σε παρασύρουν στα βράχια και εκεί θα παρακολουθήσεις την ψυχή σου να διαλύεται και να αναγεννιέται. Κι αυτή είναι η μεγαλύτερη ομορφιά της τέχνης, σε οποιαδήποτε μορφή της.
Για σήμερα, θα ήθελα να αφεθούμε στην τραγική πλοκή αλλά και την ύψιστη σημασία της ταινίας Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών. Σε όσους πραγματικά μίλησε αυτή η ιστορίας, ίσως να καταλάβουν την αναφορά μου στο κάλεσμα της σειρήνας και της παράσυρσης στα βράχια, καθώς σίγουρα αν δε χύθηκαν δάκρυα, κάτι μέσα τους θα διαλύθηκε ωμά και βίαια. Όσο για εσάς που δεν την έχετε αγγίξει ακόμα, για εσάς τις πιο τρυφερές και ευαίσθητες ψυχές, ίσως είναι ένα σημάδι να τη βάλετε στο πρόγραμμά σας.

O Captain! My Captain!
Θα μπορούσαμε να σταθούμε σε χίλια δυο πράγματα αναφορικά με την ταινία και σίγουρα ένα από αυτά θα ήταν το τρομερό καστ και η ανατριχιαστική μουσική που συνόδευε κάθε σκηνή. Αλλά περισσότερο θα εστιάσουμε στα μηνύματα της ταινίας, στο τι εν τέλει σημαίνει να ζει κάποιος και γιατί αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ταινίες του σύγχρονου κινηματογράφου. Φυσικά, πριν από αυτά, ας ρίξουμε μια μόνο ματιά στην πλοκή και στους χαρακτήρες.
Η ταινία του Peter Weir (1989), με σενάριο του Tom Schulman, μας μεταφέρει στο συντηρητικό και καταπιεστικό περιβάλλον του Welton Academy, ένα κολλέγιο αρρένων με κύρος που στοχεύει στην εκμάθηση και αποφοίτηση λαμπρών μυαλών. Εκεί, ο καθηγητής Αγγλικών John Keating (Robin Williams, σε έναν από τους πιο συγκινητικούς ρόλους) θα φροντίσει να διδάξει τόσο το μυαλό αλλά και την καρδιά και το πνεύμα των μαθητών του, δίνοντας βάση σε χαμένες αξίες και ιδανικά μέσα από την ποίηση, τον έρωτα και τη λογοτεχνία. Τους μαθαίνει, πως σε αυτό τον κόσμο ζούμε ως άνθρωποι, και όντας άνθρωποι, είμαστε εραστές του ρομαντισμού και της τέχνης. Η φράση carpe diem, άδραξε τη μέρα, γίνεται η κατευθυντήρια γραμμή τους. Είναι η υπενθύμιση ότι η ζωή είναι σύντομη και πρέπει να τη ζούμε στο έπακρο.

Πόσες ταινίες κι αν έχουμε δει με καθηγητές που προσπαθούν να βγάλουν τον πραγματικό εαυτό των ατίθασων μαθητών τους με κάποια ανορθόδοξη μορφή διδασκαλίας. Το Take the Lead, με τον γοητευτικό Antonio Banderas στο ρόλο ενός καθηγητή χορού που καλείτε να διδάξει χορό σε παιδιά σχολείων των γκέτο. Το Χαμόγελο της Μόνα Λίζα, με την Julia Roberts σε ρόλο καθηγήτριας που εμπνέει τις μαθήτριές της σε ένα συντηρητικό κολέγιο γυναικών κ.α. Άρα, τι κάνει τόσο σημαντικό και διαφορετικό το συγκεκριμένο έργο; Η φωτιά που πυροδοτεί μέσα σου. Η φλόγα που σιγοκαίει κάθε που ένα όνειρο σχηματίζεται στο μυαλό σου αλλά παραμένει άπιαστο λόγω των συνθηκών της κοινωνίας και των επιβαλλόμενων “πρέπει”.
“I went to the woods because I wanted to live deliberately, I wanted to live deep and suck out all of the marrow of life! To put to rout, all that was not life… And not, when I had come to die… Discover that I had not lived…” καθόλου τυχαίο που αυτούς τους στίχους τους διαβάζει ο νεαρός Neil.

Όσο για τους ήρωες, μην περιμένεις να λάμψει μονάχα ένας και να μείνουν στη σκιά οι υπόλοιποι. Οι μαθητές του καθηγητή Keating αποτελούν ένα από τα πιο καλοδουλεμένα σύνολα χαρακτήρων. Ο καθένας τους λειτουργεί αυτόνομα, με τις δικές του αδυναμίες και επιθυμίες, ενώ ταυτόχρονα συμπληρώνει τους υπόλοιπους, δημιουργώντας ένα πολυφωνικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο θεατής θα δεθεί με εκείνον τον πρωταγωνιστεί που του μιλάει περισσότερο.
Ο Todd, εσωστρεφής και ανασφαλής, εκπροσωπεί εκείνους που φοβούνται να ακουστούν και στο τέλος βρίσκουν τη φωνή τους. Ο Neil, με το πάθος του για το θέατρο, φανερώνει το τίμημα της σύγκρουσης ανάμεσα στο προσωπικό όνειρο και την οικογενειακή πίεση. Ο Knox ενσαρκώνει τον ρομαντισμό της εφηβείας, την ακατέργαστη δύναμη του έρωτα που ωθεί σε υπερβάσεις. Ο Charlie, πιο παρορμητικός, αποτυπώνει την ανάγκη για άμεση αντίδραση απέναντι στην καταπίεση, ακόμα κι όταν αυτή εκφράζεται με απερισκεψία. Όλοι μαζί εκφράζουν απόλυτα τον έφηβο άνθρωπο που σιγά – σιγά ανακαλύπτει κάτι υπερβατικό πέρα από τους καθωσπρεπισμούς της κοινωνίας και της εξουσίας.
No matter what anybody tells you, words and ideas can change the world
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1950, σε μία πολύ κλειστή κοινωνία όπου τα παιδιά σπουδαίων και πλούσιων οικογενειών καλούνται να κουβαλήσουν στις πλάτες τους είτε την επιχείρηση του πατέρα (όπως και το όνομα άλλωστε) ή κάποιον ρόλο γεμάτο κύρος και χρήμα. Φυσικά, δεν υπάρχει θέση για ανόητα όνειρα και φιλοδοξίες. Για να ευδοκιμήσει κάποιος πρέπει να γίνει τρανός δικηγόρος, ευφυέστατος γιατρός ή να παίζει στα δάχτυλα των χεριών του επιχειρήσεις από κάθε γωνιά της Ηπείρου. Ο σωστός νέος, έχει ήθη, κρατάει το κεφάλι ψηλά και το χαμηλώνει στην παρουσία (και τη βούληση) των πατεράδων. Ο σωστός γιος, το κατάλληλο παιδί και κληρονόμος, δεν πρέπει να ζει, αλλά να επιβιώνει σε έναν γκρίζο κόσμο χωρίς χρώμα.
Κι αυτή την αλήθεια έρχεται να καταρρεύσει με τις διδασκαλίες του ο χαρακτήρας του Robin WIlliams. Θα δείξει σε αυτούς τους νέους όλα όσα θα θέλαμε και εμείς στη γλυκιά και τρυφερή εφηβεία να μάθουμε. Θα τους φέρει αντιμέτωπους με τα όνειρά τους και θα τους καθησυχάσει τους δαίμονές τους, όχι με το να τους αγνοήσουν και να τους γυρίσουν την πλάτη, αλλά με το να τους αντικρίσουν κατάματα.

Η ταινία αυτή κουβαλάει μέσα της μια πολύ συγκεκριμένη διδαχή: η ζωή μας προσφέρεται μια φορά, και είναι στο χέρι μας να την πλάσουμε έτσι όπως εμείς θέλουμε. Ναι, είναι ωραίο το να μπορείς να αγορεύεις στα δικαστήρια, να υπερασπίζεσαι αθώους και μη. Το εγώ σου γεμίζει με ευχαρίστηση όταν ξέρεις πως έσωσες ακόμα μια ζωή στο νοσοκομείο, και πόσο περήφανος θα ήταν ο γονιός σου αν έβλεπε το μεγάλο και πλουσιοπάροχο σπίτι στο οποίο πλέον μένεις. Αλλά πόσο άδεια θα κατέληγε η ψυχή όταν για όλα αυτά έχεις θυσιάσει τον ερωτισμό και το πάθος των ονείρων σου.
“We don’t read and write poetry because it’s cute. We read and write poetry because we are members of the human race. And the human race is filled with passion. And medicine, law, business, engineering, these are noble pursuits and necessary to sustain life. But poetry, beauty, romance, love, these are what we stay alive for.”

Ο Κύκλος Των Χαμένων Ποιητών δεν είναι από τις ταινίες που θα καθίσεις να δεις μετά τη δουλειά ή ένα Σάββατο βράδυ για να χαλαρώσεις. Αν το κάνεις αυτό, ίσως να καταλήξεις να χάσεις μερικές ώρες από τη ζωή σου (ναι ακόμα μου προκαλεί εκνευρισμό εκείνο το επεισόδιο στα Φιλαράκια στο οποίο αναφέρονται στην ταινία) και να μην ακούσεις ποτέ το γλυκό τραγούδι του. Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να τη ζήσεις και να κρατήσεις στην καρδιά σου σφιχτά όλα όσα σου μεταφέρει ο καθηγητής Keating. Και πάνω από όλα να είσαι προετοιμασμένος για την τραγωδία. Στο κάτω – κάτω, ακόμα και οι πιο άσχημες στιγμές αποτελούν ένα σημαντικό σταθμό της ζωής και κουβαλούν μαθήματα μεγαλύτερης αξίας από κάθε υλικό αγαθό.
Ζούμε σε μία εποχή που ο ρομαντισμός, ο αισθησιασμός της ποίησης, της ζωγραφικής και της τέχνης, χάνεται πίσω από βουβούς ανθρώπους και απατηλά όνειρα. Φοβόμαστε να αφεθούμε ελεύθεροι και να ζήσουμε τη ζωή έτσι όπως φανταζόμασταν μικροί, με ένα σεντόνι γύρω από τους ώμους και τα μάτια μας καρφωμένα στον έναστρο ουρανό. Ζήστε. Ερωτευτείτε και κάντε ένα βήμα πιο κοντά στις πιο τρελές σας φαντασιώσεις. Γιατί, τι είναι η ζωή αν δεν υπάρχει λίγο πάθος και τρέλα;

