

Cesaria Evora: μια ξυπόλητη ντίβα
Μπορεί να μην είχε φώτα, εντυπωσιακά outfits ή εκατομμύρια views στο YouTube, αλλά είχε μια φωνή που έμοιαζε να βγαίνει κατευθείαν από τα σωθικά της νοσταλγίας. Η Cesaria Evora σου ψιθύριζε απλά και αληθινά τα βάσανα μιας ολόκληρης γενιάς – ξυπόλητη, περήφανη και γήινη, όπως ακριβώς ήθελε. Πώς ένα κορίτσι από το Πράσινο Ακρωτήρι κατέκτησε τις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου χωρίς να φορέσει ποτέ παπούτσια; Η απάντηση βρίσκεται στην ιστορία της.
Από τα σοκάκια του Μιντέλο, του Πράσινου Ακρωτηρίου, μέχρι τις διεθνείς σκηνές, η ξυπόλητη ντίβα τραγουδούσε για τη νοσταλγία και την αγάπη. Η Cesaria Evora, γεννήθηκε στις 27 Αυγούστου του 1941 σε μια νησιωτική χώρα της Δυτικής Αφρικής, δυτικά της Σενεγάλης, όπου και έζησε. Είχε το προσωνύμιο “ξυπόλητη ντίβα” γιατί λάτρευε να τραγουδά χωρίς παπούτσια. Ήταν ο τρόπος της να νιώθει τη γη της κάτω από τα πόδια, αλλά και μια σιωπηλή διαμαρτυρία απέναντι στη φτώχεια και την αποικιοκρατία. Το Πράσινο Ακρωτήρι υπήρξε αποικία της Πορτογαλίας έως το 1975, και εκείνη δεν ξέχασε ποτέ από πού ξεκίνησε.
Το είδος μουσικής που εκπροσωπούσε ήταν η μόρνα – η εθνική μουσική του Πράσινου Ακρωτηρίου. Ένα μείγμα χορού και τραγουδιού, με στίχους που στάζουν μελαγχολία, έρωτα, χαμένη πατρίδα και καημό. Το πιο γνωστό της τραγούδι είναι το “Sodade” – μια λέξη σχεδόν αμετάφραστη, όπως το δικό μας “φιλότιμο”. Μιλά για την απουσία, την ξενιτιά, αυτό που χάθηκε ή δε συνέβη ποτέ. Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα που κουβαλάει την ψυχή μιας ολόκληρης χώρας.
Στα επτά της χρόνια μένει ορφανή από πατέρα και η μητέρα της, μαγείρισσα, προσπαθεί να θρέψει αυτήν και τα έξι της αδέρφια. Στα δέκα της μπαίνει σε καθολικό ορφανοτροφείο, όπου και έχει την πρώτη της ουσιαστική επαφή με τη μουσική, καθώς συμμετέχει και στη χορωδία του ορφανοτροφείου. Στα δεκαέξι της χρόνια εργάζεται ως ράφτρα και συναντά έναν ναυτικό, ο οποίος τη μυεί στα παραδοσιακά στυλ μουσικής, συνάμα και στη μόρνα.
Η Cesaria αρχίζει τη δεκαετία του ’60 να τραγουδά σε τοπικά ξενοδοχεία και μπαρ για λίγα εσκούδο. Όλα ξεκινούν όταν ένας Γάλλος με καταγωγή από το νησί της την πείθει να πάει στη Γαλλία και να ηχογραφήσει το άλμπουμ La Diva Aux Pieds Nus (Η Ξυπόλητη Ντίβα). Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.
Το “Sodade” τη στέλνει στην κορυφή – στα 47 της. Όταν άλλοι ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τα όνειρα, εκείνη μόλις αρχίζει να γίνεται παγκόσμιο φαινόμενο. Ως έννοια, ο τίτλος του τραγουδιού προέρχεται από την πορτογαλική λέξη saudade και είναι δύσκολο να μεταφραστεί, καθώς δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη λέξη για τη μετάφρασή του κι αποτελεί μια πιο σύνθετη έννοια που περιλαμβάνει τη μελαγχολία, το ανεκπλήρωτο, τη χαρμολύπη. Θα λέγαμε ότι είναι κάτι σαν την ελληνική λέξη «φιλότιμο», που δε μεταφράζεται, και σημαίνει το συναίσθημα που βγαίνει από το συγκεκριμένο είδος μουσικής, που μιλά για την αγάπη, τη νοσταλγία, την ξενιτιά και τη λύπη για κάτι που χάθηκε ή για κάτι που δε συνέβη ποτέ. Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, θα λέγαμε. Περιγράφει τη νοσταλγία που βίωναν για την πατρίδα τους οι συμπατριώτες της Cezaria, όντας στην ξενιτιά μετανάστες.
Το 2003, η Ελευθερία Αρβανιτάκη συνεργάζεται μαζί της στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού project. Δύο γυναίκες με φωνές γεμάτες συναίσθημα, που δεν χρειάζονται σκηνικά για να κάνουν τον ακροατή να ανατριχιάσει.
Τα επόμενα χρόνια, όμως, η υγεία της διάσημης τραγουδίστριας, μετά από την τεράστιε επιτυχία της κλονίζεται. Η Cesaria παθαίνει καρδιακή προσβολή στην Πορτογαλία, υποβάλλεται σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και αποσύρεται από το τραγούδι. Τον Δεκέμβριο του 2011, η καρδιά της σταματά μια για πάντα.
Η Evora δεν ανήκει πια μόνο στο Πράσινο Ακρωτήρι, αλλά σε κάθε καρδιά που λυγίζει με ένα τραγούδι και μένει για πάντα όπου ανθίζει η νοσταλγία για έρωτες και χαμένες πατρίδες. Η ξυπόλητη ντίβα τραγούδησε την ψυχή ενός λαού με το βλέμμα στραμμένο στον ορίζοντα. Κι η φωνή της ανήκει σε κάθε καρδιά που ράγισε με ένα τραγούδι, σε κάθε άνθρωπο που έκλαψε χωρίς να ξέρει γιατί, μόλις την άκουσε.