Υπάρχουν στιγμές μέσα στην ημέρα που νιώθεις πως όλα τρέχουν πιο γρήγορα από σένα. Το τηλέφωνο που χτυπάει σαν δαιμονισμένο, το παιδί σου που ζητάει νερό – αγκαλιά – σοκολάτα – βόλτα ταυτόχρονα, τα email που πολλαπλασιάζονται μαγικά στο inbox και ένα σωρό υποχρεώσεις που δε λένε να τελειώσουν. Όλα αυτά είναι ικανά να σε τρελάνουν.
Και όμως, μέσα σε αυτό το κινούμενο χάος υπάρχει κάτι που μπορεί – σαν από θαύμα – να σε κάνει να ξανασκεφτείς την απόφασή σου να μετακομίσεις σε έναν έρημο τόπο χωρίς Wi-Fi. Και αυτό το κάτι δεν είναι άλλο από τη φωνή της μαμάς. Μπορεί να σου ακούγεται υπερβολικά ρομαντικό, αλλά υπάρχει ολόκληρη επιστήμη πίσω από αυτό.
Σε μια μελέτη, επιστήμονες εξέτασαν παιδιά και εφήβους που βίωναν αγχωτικές καταστάσεις. Μετρούσαν δύο πολύ συγκεκριμένες ορμόνες:
• Κορτιζόλη: η ορμόνη του στρες.
• Ωκυτοκίνη: η ορμόνη της χαράς, της ηρεμίας, της αγάπης.
Και εκεί, στο αποκορύφωμα του άγχους τους, οι ερευνητές απλώς τους έδωσαν ένα τηλέφωνο και είπαν: «Πάρε τη μαμά σου».
Και τότε λες και ο χρόνος πάγωσε. Η κορτιζόλη έπεσε. Η ωκυτοκίνη ανέβηκε. Σαν να τα είχαν αγκαλιάσει. Δε βρίσκονταν στην ίδια αίθουσα. Δεν τα χάιδεψε, δεν τα φίλησε, δεν τα τάισε, δεν τους είπε «βάλε ζακέτα». Απλά… μιλούσε. Τόσο απλά, η φωνή της μαμάς λειτούργησε σαν κατασταλτικό. Σαν ένα ηχητικό Xanax.
Γιατί όμως η φωνή της μαμάς έχει τέτοια δύναμη;
Από τότε που ήμασταν μωρά, πριν περπατήσουμε, πριν καταλάβουμε πώς λειτουργεί ο κόσμος, πριν συνειδητοποιήσουμε ότι οι άνθρωποι κοιμούνται και χωρίς να τους κουνάς αγκαλιά η φωνή της μαμάς ήταν η πρώτη μας πυξίδα. Ο εγκέφαλός μας έχει συνδέσει τη χροιά της, τον τόνο της, τον ρυθμό της με:
• ζεστασιά
• ασφάλεια
• φροντίδα
• θαλπωρή
• το «όλα θα πάνε καλά», ακόμα κι αν δεν πήγαν ποτέ έτσι ακριβώς
Αυτά δεν εξαφανίζονται όσο μεγαλώνουμε. Ριζώνουν μέσα μας βαθιά, σαν ένα λογισμικό που δε διαγράφεται όσα update κι αν κάνεις. Και το πιο αναπάντεχο; Αυτό λειτουργεί και στους ενήλικες. Ναι. Ακόμα κι αν έχεις δικό σου παιδί. Ακόμα κι αν είσαι ανεξάρτητος, δυναμικός και «τα κάνω όλα μόνος μου». Ακόμα κι αν έχεις χτίσει Θεμιστόκλεια τείχη γύρω από την ευαισθησία σου.
Η φωνή της μαμάς σου (ή του βασικού φροντιστή σου στην παιδική ηλικία – ας το προσθέσω αυτό) ενεργοποιεί τα ίδια νευρικά κυκλώματα: πέφτουν οι παλμοί, το σώμα χαλαρώνει, η αναπνοή ρυθμίζεται κι εσύ νιώθεις λιγότερο μόνος, με το συναίσθημα του ανήκειν να σε κατακλύζει. Στην ουσία, νιώθεις ότι εκεί έξω, σε αυτόν τον τεράστιο κόσμο, υπάρχει κάποιος που νοιάζεται για σένα χωρίς γιατί και πώς. Και όσο ενήλικας κι αν είσαι αυτό δε σταματάς ποτέ να το έχεις ανάγκη.
Ζούμε σε μια εποχή όπου όλα τρέχουν: γρήγορο φαγητό, γρήγορη μόδα, γρήγορη επικοινωνία, γρήγορη εξάντληση νευρικού συστήματος. Η επαφή με τους ανθρώπους μπορεί να έγινε πιο εύκολη, αλλά όχι πιο ουσιαστική. Μπορεί να στείλεις εκατό μηνύματα, να σκρολάρεις για ώρες, να μιλήσεις με δύο φίλους και ακόμα να μη νιώσεις καλύτερα.
Αλλά ένα «Έλα, μαμά, είσαι καλά;» ή ένα «Έφαγες; Μην ανησυχείς, όλα θα γίνουν» μπορεί να πατήσει ένα μαγικό κουμπί μέσα σου. Και όχι, δεν είναι υπερβολή. Είναι δεσμός. Είναι βιολογία. Είναι οι ρίζες μας, που μας βοηθούν να βρίσκουμε ξανά το κέντρο μας.
Η φωνή της μαμάς δε χρειάζεται mindfulness, journaling ή faskómila (εκτός αν το απολαμβάνεις – εδώ δεν κρίνουμε). Χρειάζεται μόνο ένα απλό: «Τι κάνεις, παιδί μου;»
Μια φωνή που σε έμαθε να μιλάς, σε είδε να πέφτεις και να σηκώνεσαι, σε άκουσε να λες τις μεγαλύτερες βλακείες, ήταν εκεί στα χειρότερά σου και ακόμα σε αγαπάει. Μια φωνή με βάρος, ιστορία, δύναμη πάνω στο νευρικό σου σύστημα – τέτοια που ούτε εσύ μπορείς να εξηγήσεις. Η μαμά δε χρειάζεται να δώσει λύσεις. Δε χρειάζεται να σώσει την κατάσταση. Αυτό που χρειάζεται… το κάνει η φωνή της.
Και να σου πω κάτι προσωπικό; Πίστευα για χρόνια ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα μόνη μου. Αλλά τη μέρα που γέννησα, και όλοι ρωτούσαν για το μωρό η μαμά μου ήταν η μόνη που με ρώτησε: «Εσύ είσαι καλά, παιδί μου;» Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τόσο καθαρά τη δύναμη της φωνής της μέσα από το ακουστικό. Τη μέρα που έγινα μαμά, ήθελα τη δική μου περισσότερο από ποτέ.
Η φωνή της μαμάς δε μιλάει απλώς. Σε ρυθμίζει. Σε ηρεμεί. Σε γιατρεύει. Σε γυρνάει πίσω.
Γράφοντας αυτό το άρθρο, δε σταμάτησα να την ακούω στο μυαλό μου μέχρι και την τελευταία λέξη. Σε ευχαριστώ, Γιωτούλα μου, που είσαι το ηρεμηστικό μου. Κι εσύ, που μόλις διάβασες αυτό το άρθρο, αν ανήκεις στους τυχερούς που ακόμα την έχουν… πάρε τη μαμά σου ένα τηλέφωνο.
