«Δεν είσαι πρωταγωνιστής σε βουβή ταινία, άνοιξε επιτέλους το στόμα σου και μίλα που να πάρει» του είπε φεύγοντας χτυπώντας με δύναμη την πόρτα.

Ο Γιάννης και η Μαρία ήταν δυο άνθρωποι με μια ιδιαίτερη σχέση, δεν υπήρξαν ποτέ ζευγάρι. Γνωρίστηκαν για πρώτη φορά όταν εκείνος ήταν έντεκα χρονών κι εκείνη οχτώ.

Τα σπίτια τους ήταν δίπλα δίπλα και η επαφή τους καθημερινή. Η Μαρία όσο μεγάλωνε συνειδητοποιούσε πως αυτό το φτερούγισμα που ένιωθε όταν τον έβλεπε, γινόταν ολοένα και πιο έντονο.

Κάπου εκεί γύρω στα δεκαοχτώ, ίσως και λίγο πιο πριν, αποφάσισε να του δείξει ξεκάθαρα όσα ένιωθε για εκείνον.

Ήξερε πως ο Γιάννης δεν ήταν από τα συνηθισμένα αγόρια, ήταν κυκλοθυμικός, εγωιστής του κερατά, και εσωστρεφής. Δεν χαμογελούσε συχνά και οι κουβέντες του ήταν πάντα κοφτές.

Της είπε πως επειδή μεγάλωσαν μαζί την έβλεπε σαν τη μικρή του αδερφή και πως δεν θα μπορούσαν ποτέ να γίνουν ζευγάρι. Το αμέσως επόμενο λεπτό τη φιλούσε σαν να ήταν η γυναίκα της ζωής του.

Αυτό γινόταν για πολύ καιρό, μέχρι που η ζωή τα έφερε έτσι και κάπου ανάμεσα σε υποχρεώσεις κι άλλες σχέσεις, χάθηκαν.

Εκείνη δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Εκείνος από την άλλη αδιαφόρησε παντελώς.

Όσες φορές βρέθηκαν ήταν γιατί εκείνη το επιδίωκε, με την πρόφαση ότι ήθελε απλώς να πουν τα νέα τους και να δει αν είναι καλά.

Τον έπαιρνε τηλέφωνο κάθε χρόνο στις γιορτές, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, και φυσικά στα γενέθλια του. Όταν άλλαζε ο χρόνος, δώδεκα και ένα, το πρώτο μήνυμα για καλή χρονιά το έστελνε σε εκείνον, το ίδιο και στα γενέθλια του.

«Θέλω να ξέρεις πως σ’αγαπώ πολύ. Να προσέχεις.» κάπως έτσι, με αυτά τα λόγια τελείωναν τα μηνύματα της.

Τα χρόνια περνούσαν, οι επαφές τους ήταν όλο και πιο αραιές μέχρι που η Μαρία αποφάσισε να αλλάξει τη ζωή της, άλλαξε πόλη, άλλαξε ζωή.

Του ζήτησε να βρεθούν για να τον αποχαιρετήσει, μια ακόμη δικαιολογία για να τον δει αλλά αυτή τη φορά είχε σημαντικό λόγο.

Όταν βρέθηκαν υπήρχε μια  αμηχανία στον αέρα, ήλπιζε πως αυτή θα ήταν ή στιγμή που θα τον κάνει να μιλήσει για όλα όσα ένιωθε για εκείνη. Στα μάτια του είδε όλα όσα ήθελε να ακούσει αλλά το μόνο που της είπε ήταν «καλά να περνάς».

Του έγραψε ένα γράμμα και προσπάθησε σε ένα άψυχο χαρτί να του περιγράψει πόσο σημαντικός είναι για εκείνη και πόσο τον αγαπάει.

Ένα γράμμα που δεν έμαθε ποτέ αν το διάβασε γιατί ποτέ δεν της είπε τίποτα, ούτε λέξη.

Τώρα μένουν να μιλούν μόνο τα μάτια τους, τις λιγοστές φορές που θα τύχει να βρεθούν.

Και μέσα στο βλέμμα του εξακολουθεί να βλέπει εκείνο το αγόρι κι αργότερα εκείνο τον άντρα, που τη φιλούσε παθιασμένα.

Κάπου εκεί οι ισορροπίες χάνονται, τα τείχη υψώνονται και το χάσμα μεταξύ δύο ανθρώπων μεγαλώνει.

Κλείνεται ο καθένας στον μικρόκοσμο του, βυθισμένοι σε άσκοπες σκέψεις, ψάχνουν να βγάλουν νόημα από μισοτελειωμένες κουβέντες.

Χαμένος χρόνος που οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα μόνο και μόνο επειδή κάποιος αποφάσισε πως είναι καλύτερα να μη μιλήσει.

Μίλα διάολε!

Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την ικανότητα να καταλαβαίνουν τις σιωπές σας ούτε να διαβάζουν τα μάτια σας.

Και αν κάποιοι είναι ικανοί να σας διαβάζουν, εσείς πάλι να μιλάτε και να μην αφήνετε κενά στο μυαλό και στην καρδιά των ανθρώπων που είναι δίπλα σας.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες χάθηκαν μέσα στις σιωπές, στα γεμάτα νόημα βλέμματα. Γιατί κάποιοι επέλεξαν αυτό τον τρόπο για να εκφραστούν θεωρώντας δεδομένο πως άλλος θα καταλάβει.

Μα αν δεν κάνουμε την υπέρβαση, να ξεφύγουμε από τα καλούπια και να σταματήσουμε να λειτουργούμε σαν πρωταγωνιστές σε βουβή ταινία, στο τέλος θα μείνουμε μόνοι μας.

Εκείνη τη στιγμή που οι λέξεις του άλλου μοιάζουν με χείμαρρο που κινείται απειλητικά προς το μέρος μας. Κι εμείς ανήμπορα ανθρωπάκια αντί να παλέψουμε για τη σωτηρία μας κουλουριαζόμαστε και περιμένουμε το τέλος.

Λέξεις όπως το σ’ αγαπώ, μου λείπεις, θέλω να σε δω, δεν είναι για να τις κρατάμε κλειδωμένες στα μπαούλα της ψυχής μας.

Και μπορεί όπως λένε τα αόρατα νήματα να είναι οι πιο ισχυροί δεσμοί, αλλά δεν παύουν να είναι αόρατα.