Γράφει η Μπι.

 

Κάπου ανάμεσα στις θολές μας αναμνήσεις, μέσα σ’ ένα συρτάρι ξέθαψα μια φωτογραφία μας. Τώρα βρίσκεσαι πάλι εδώ, κοντά μου. Όχι ακριβώς εσύ δηλαδή, το είδωλό σου. Τι όμορφο που είναι. Και πώς γελά. Τότε γελούσες ακόμα. Αλήθεια πότε ακριβώς σταμάτησα να σε παρατηρώ; Αναρωτιέμαι. Και τι δε θα έδινα για να ξαναήμουν μέρος αυτής της ηρεμίας, της αρμονίας, της ευτυχίας που θα κρύψω σε λίγο στο συρτάρι. Όπως της αρμόζει μιας και ξέπεσε κι αυτή μαζί μας. Χωρίς εξήγηση, θυμάμαι. Όμως τώρα μου φαίνονται όλα τόσο ξεκάθαρα! Γιατί τότε, εκείνη την αναθεματισμένη στιγμή που με ρώτησες, να μην μπορέσω να αρθρώσω μια λέξη ικανή να σε κρατήσει;

Έτσι είμαι εγώ μάλλον. Τα λόγια με σκλαβώνουν κι ελευθερώνομαι μετά στις σκέψεις μου με τις λέξεις μου. Εκεί μένω ακόμα ο άνθρωπός σου. Μάλλον είμαι κι εγώ άπιαστο πλάσμα. Μάλλον τελικά σου μοιάζω. Αν με έβλεπες από κάπου τώρα θα γελούσες αυθόρμητα και θα μου έλεγες πως δε μου πάει η κλάψα. Σε ακούω. Μετά θα με έπαιρνες στην αγκαλιά σου. Δε νιώθω τίποτα. Έχω παγώσει. Σηκώνομαι, κλείνω τα παράθυρα, ρίχνω μια ζακέτα πάνω μου. Τίποτα.

Όμως απόψε είναι τα γενέθλιά σου και δεν μπορώ ούτε και θέλω να μη σε σκέφτομαι. Ωστόσο εσύ δε θα το μάθεις. Για να επιβεβαιώσω την απουσία μου και για να σου λείπει εκείνη η παρουσία μου δε θα σου το πω. Δεν έχω λόγο να σου ευχηθώ. Κι όχι, δεν είναι από εγωισμό. Σταμάτα να το λες αυτό. Απλά δεν έχω λόγια. Για την ακρίβεια δε βρίσκω λόγια ειλικρινή για να σου πω. Τι ζητάς από εμένα δηλαδή; Να σου ευχηθώ τυπικά όπως όλοι οι άλλοι; Σου αρκεί ένα απλό «χρόνια πολλά»; Ή να προσθέσω κι ένα «ό, τι επιθυμείς»; Εγώ ήθελα να επιθυμείς εμένα.

Κοιτάω πάλι τη φωτογραφία μας- απομεινάρι μιας χαμένης ευτυχίας- κι αναρωτιέμαι πού να βρίσκεσαι απόψε, αν χαμογελάς, αν η αγκαλιά σου είναι κενή. Θέλω τόσο να μάθω. Ή μάλλον άσε, καλύτερα έτσι. Προτιμώ να εικάζω. Βλέπεις κι εγώ υπάρχουν στιγμές που δειλιάζω. Στο είπα άλλωστε και πριν, σου μοιάζω.

Γι’ αυτό προτιμώ να σε σκέφτομαι όπως θέλω απόψε. Θα σου το εκμυστηρευτώ όμως κάτι μιας και δε θα το διαβάσεις. Θα ήθελα να ήμουν η ευχή όταν σβήνεις το κερί σου, ή έστω μέρος της. Κάπως κι εσύ με τον τρόπο αυτό να προσπαθήσεις για όσα έχασες. Όμως ούτε αυτό θα γίνει. Εσύ δεν πιστεύεις στις ευχές. Εσύ πιστεύεις στο εδώ και τώρα. Το αύριο για σένα αβέβαιο και μακρινό. Κι όμως απόψε θα αυτο-αναιρεθείς, καθώς θα σβήνεις το κερί σου. Ποια να είναι άραγε η ευχή σου αγάπη μου;

Απόψε είναι τα γενέθλιά σου.

Αυτό το είπα ήδη. Δεν είπα όμως ότι σ’ αγαπάω. Κι έτσι θα μείνει. Δεν είναι πως μου λείπεις αβάσταχτα ούτε πως σε χρειάζομαι στη ζωή μου για να νιώθω καλά. Είναι που έγινε αυτό το σ’αγαπώ ώριμο πια, βαθύ, σταθερό, μεγάλο. Κι αν ήμουν απόψε εκεί, η έντασή του κι η δυναμική του θα αυξάνονταν κι άλλο.

Όμως δεν είμαι. Γι’ αυτό στο είδωλό σου θα ευχηθώ και θα του πω να είσαι καλά, να μην πονάς, να μη με σκέφτεσαι. Θα του ευχηθώ να με ξεχάσεις. Ξέρω ότι σε πλήγωσα βαθιά. Δε θέλω πια να έχεις πληγές, ούτε σημάδια. Θέλω να επουλωθούν. Θέλω να ζεις ελεύθερα από πόνο κι από έγνοιες. Ελεύθερα κι ανόθευτα. Κι αν κοιμάσαι με κάποιο άλλο πρόσωπο αγκαλιά, λίγη σημασία έχει. Αφού εγώ δεν είμαι αυτό το πρόσωπο το εκλεκτό, ας είναι οποίο θέλεις. Χρόνια σου πολλά λοιπόν. Να ακτινοβολείς, να λάμπεις και να γελάς.

Χάθηκε τώρα και το είδωλο. Μπήκε ξανά στη θέση του, σ ‘εκείνο το συρτάρι.

 

 

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου