

Γράφει η Μαρίνα Νικολάου.
Υπάρχει ένας όρος στην ψυχολογία που ονομάζεται μαθημένη μνήμη. Είναι η κατάσταση που ο εγκέφαλος θυμάται αυτά που “πέρασε” και, όταν ξανασυμβεί κάτι που μοιάζει σε αυτό, το επαναφέρει και νομίζει πως θα περάσει το ίδιο.
Όταν στη ζωή σου έχουν συμβεί κατά κύριο λόγο όμορφες καταστάσεις, η μαθημένη μνήμη είναι βοηθητική. Σε εμένα αυτό δε συνέβη. Τα χρόνια μου πέρασαν με έναν άνθρωπο που φαινομενικά φαινόταν εξαιρετικός. Βοηθητικός, χαμογελαστός, ήρεμος. Φαινόταν, μα δεν ήταν. Όταν η πόρτα του σπιτιού έκλεινε, έκλεινε και αυτά τα συναισθήματα μέσα του. Τα κλείδωνε και πέταγε το κλειδί απ’ το παράθυρο.
Η ώρα του φαγητού ήταν λες και βρισκόταν σε μπουφέ. Μόνος του. Διάλεγε, σέρβιρε, έτρωγε, μάζευε το πιάτο του και πήγαινε για ξεκούραση.
– Να σου σερβίρω;
– Ε, ναι, άμα θες. Βάζω και μόνος μου όμως, δεν έχω θέμα.
– Θα περιμένεις να φάμε όλοι μαζί;
– Πεινάω κι εσείς αργείτε.
– Μη σηκώνεσαι ακόμα, δεν τελειώσαμε.
– Ε, εσύ τρως πολύ αργά και τα παιδιά παίζουν με το φαγητό, δεν μπορώ να σας περιμένω.
– Πάμε καμιά βόλτα όλοι μαζί; Να βγουν και τα παιδιά λίγο έξω;
– Είμαι κουρασμένος.
– Πάμε οι δυο μας; Θα αφήσω τα παιδιά στη μαμά μου.
– Ε, τι να σου πω, άμα θες. Αλλά για φαγητό. Για καφέ δεν το ψήνω.
Πηγαίναμε, τρώγαμε, λέγαμε ελάχιστες αερολογίες, φεύγαμε. Μία ώρα μετά βίας.
– Πάμε καμιά βόλτα με το αμάξι;
– Δεν έχω βενζίνη / είμαι κουρασμένος / είναι αργά / ε, βγήκαμε, τι άλλο θες;
Δεν κάναμε σχέδια, δεν είχαμε κοινά όνειρα, ποτέ δεν πηγαίναμε διακοπές, δε γελούσαμε, τα τελευταία χρόνια σχεδόν δε μαλώναμε. Εμείς. Γιατί εγώ τα παιδιά τα μάλωνα. Πολύ. Εμένα ακόμα πιο πολύ.
Τα παιδιά ήταν δική μου ευθύνη: η ανατροφή τους, το φαγητό τους, η διασκέδασή τους, όλα τους. “Να χωρίσω”, έλεγα μέσα μου. Για χρόνια το έλεγα. Δεν είναι ζωή αυτή. Δε μου αξίζει. Δεν αξίζει σε κανέναν απ’ τους δυο μας να ζει έτσι. “Να χωρίσω”, έλεγα. Μα εμένα. Νόμιζα πως προσπαθούσα. Μπορεί και όχι.
Στους έξω, με τους φίλους του, ήταν εξαιρετικός! Δούλευε πολύ, έβγαινε πολύ, πέρναγε καλά. Μέσα στο σπίτι του δεν πέρναγε καλά. Καθόλου καλά.
– Να το συζητήσουμε. Δν ζούμε καλά. Κάτι να κάνουμε. Είμαι δυστυχισμένη, είμαι λυπημένη συνεχώς. Φωνάζω στα παιδιά, έχω εξαντληθεί ψυχικά, νιώθω μόνη μου.
– Εγώ καλά είμαι. Εσύ άμα θες να πας να μιλήσεις, να πας. Ό,τι θες. Δεν έχω πρόβλημα.
Όχι, δεν είχε πρόβλημα να λύσω τα προβλήματά μου. Το πρόβλημα ήταν πως ήταν ok με αυτό που ζούσαμε. Μέχρι που, ξαφνικά, έσκασε η βόμβα:
–Με έχεις κουράσει κι εσύ και τα παιδιά. Όλο κλαίνε, φωνάζουν, τσακώνονται. Λέω να φύγω, να πάω να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα να μείνω μόνος μου, να ηρεμήσω.
Ήταν καλοκαίρι. Μέσα καλοκαιριού. Είχαμε, δεν είχαμε, κάνει τρία μπάνια στη θάλασσα. Μόνη μου με τα παιδιά. Εκείνος πήγαινε για μπάνιο με τους φίλους του. Τις φίλες του. Τις παρέες του. Έχασα τον κόσμο. Παρ’ όλο που ήθελα να ζήσουμε χωριστά, αυτό με δίχασε.
–Δηλαδή, εννοείς να φύγεις μόνος σου; Μόνος σου; Και εμείς; Και όταν αποφασίσεις να γυρίσεις, τι θα βρεις; Πώς θα είμαστε; Στα παιδιά τι θα πούμε;
–Δεν ξέρω. Δε θα φύγω για πάντα. Δύο-τρεις μήνες.
Προσπάθησα, ενώ δεν ήθελα, ενώ μέσα μου όλα φώναζαν “φύγε”, έμεινα. Πίεσα ξανά και ξανά τον εαυτό μου να γίνω “καλύτερη”, έσπασα κι άλλο τα σπασμένα μου κομμάτια. Θρυμματίστηκα. Δεν έφυγε απ’ το σπίτι, αλλά είχε φύγει οριστικά απ’ τον γάμο μας.
Πέρασαν πολλοί μήνες για να καταλάβω –και να παραδεχτώ τελικά– ότι υπήρχε άλλη. Άλλες; Δεν ξέρω αν ήταν μία, δύο ή παραπάνω. Λίγους μήνες μετά, χωρίσαμε οριστικά. Είχε προλάβει όμως να με κολλήσει 2-3 ΣΜΝ. Ευτυχώς, όχι τα ακραία. Αλλά ταλαιπωρήθηκα πολύ. Με πολλά φάρμακα, με εξετάσεις και κόντρα εξετάσεις. Με αποκορύφωμα έναν γιατρό που μου είπε:
– Ε, καλά κι εσύ, δεν προσέχεις λίγο;
– Με τον άντρα μου, γιατρέ; Να προσέχω;
– Ε, να προσέχεις! Να προσέχεις!
– Εγώ; Να προσέχω εγώ;
Μάλιστα.
Φταίμε. Ναι, φταίμε. Που δεν εξελίσσουμε τον εαυτό μας, που δε γιατροπορεύουμε την ψυχή μας, που δε φροντίζουμε πάση θυσία να κλείσουμε τις πληγές μας. Τις πληγές που άνοιξαν οι γονείς μας. Τι σημασία έχει ποιος τις άνοιξε τελικά; Ας τις κλείσουμε μόνοι μας.
Δεν ήταν ζωή αυτή. Το ήξερα χρόνια. Δεν ήθελα να χωρίσω. Κανείς δεν παντρεύεται για να χωρίσει. Δεν ήθελα τα παιδιά μου να “είναι παιδιά χωρισμένων γονιών”. Δεν ήθελα, αλλά δε γινόταν και αλλιώς. Δεν ήθελα –μέχρι που στο τέλος δεν ήθελα τίποτα άλλο, παρά μόνο να φύγω.
Να φεύγετε όταν φλέγεται το μέσα σας. Μη στέκεστε μες στη φωτιά, γιατί θα κάψει και τις στάχτες σας. Να περιμένετε έναν άνθρωπο που θα σας βλέπει. Που θα γελάει μαζί σας σαν το μικρό παιδί. Που δε θα χρειάζεται να ζητήσετε βοήθεια – θα είναι εκεί και θα την προσφέρει απλόχερα. Και αβίαστα.
–Μα μπορώ να το κάνω αυτό!
–Το ξέρω πως μπορείς, αλλά θέλω να σε βοηθήσω!
Που τα χέρια του θα είναι γεμάτα απ’ την καρδιά του. Που θα είστε η προτεραιότητά του, χωρίς όμως να ξεχνάει τον εαυτό του. Που θα σας προσέχει και θα σας θαυμάζει. Που θα γιατρεύετε μαζί τις πληγές σας. Που θα κάνει δική του τη μικρή σας οικογένεια, ενώ εξακολουθεί να φροντίζει τη δική του. Που θα φροντίσει να μπει στον κόσμο σας, στον κύκλο σας, χωρίς να προσπαθήσετε να τον βάλετε εσείς. Που πάντα θα επιδιώκει να περνάτε χρόνο όλοι μαζί – αλλά και οι δυο σας. Που θα σχεδιάζετε μαζί τις διακοπές σας, κι ας είναι ένα μονοήμερο.
Που θα σας θέλει έτσι όπως είστε. Κυριολεκτικά όπως είστε. Μέσα και έξω. Που θα σας δει όπως θα θέλατε να δείτε και εσείς κάποια στιγμή τον εαυτό σας. Που θα σας αγαπήσει όσο θα θέλατε να αγαπήσετε κι εσείς τον εαυτό σας. Με το φως και το σκοτάδι σας.
Αυτόν να περιμένετε. Κι αυτός θα έρθει.