Πάνε δυο μήνες που πέρασα τελευταία φορά έξω απ’ το σπίτι μας. Το σπίτι σου. Έτυχε να περάσω– δεν το επεδίωξα. Κοίταξα μήπως δω τα φώτα σου αναμμένα, κάποιο παράθυρο ανοιχτό, κάποιον ήχο να ξεφεύγει απ’ τις κουρτίνες. Αλλά μάταια. Μόνο το φωτιστικό άναβε, εκείνο το μικρό που άναβες τα βράδια, «για να μη φοβάμαι», πειράζοντάς με όταν φοβόμουν σαν παιδί το σκοτάδι.
Χαμογελούσες στο φόβο μου και μ’ έκανες να νιώθω δυνατή. Ύστερα ξαπλώναμε και με έπαιρνες αγκαλιά. Ξόρκιζες στα δυο σου χέρια κάθε φόβο μου, έκλεινες τα μάτια μου και κοιμόμουν σαν παιδί. Ένιωθα τη ζεστασιά του στήθους σου, τη ζεστή σου ανάσα πάνω στο μέτωπό μου, τη μυρωδιά σου μες στον ύπνο. Λάτρευα να μ’ αγκαλιάζεις για να κοιμηθώ. Λάτρευα να μ’ αγκαλιάζεις. Λάτρευα να κοιμάμαι. Λάτρευα να κουλουριάζομαι πάνω σου, σαν να χωρούσε όλος ο κόσμος εκεί. Και χωρούσε. Τον έφτιαχνες τον κόσμο αλλιώς εσύ: ήρεμο, απαλό, δίχως τίποτα να με τρομάζει. Θυμάσαι; Σου έλεγα πως τα φώτα του σπιτιού μας είναι φάροι. Πως αν χαθώ, θα βρω τον δρόμο μου, αρκεί να είναι αναμμένα.
Μα τώρα πια, κανένα φως δεν οδηγεί πουθενά.
Πέρασα ξανά τη Δευτέρα. Δεν άντεξα. Κοίταξα πάλι τις κουρτίνες, μα τίποτα. Ούτε σκιά, ούτε ήχος. Κι είπα από μέσα μου: «αν ήσουν εδώ, θα έτρεχες να με προλάβεις, όπως τότε, που φοβόμουν τα όνειρα».
Εσύ ήσουν το καταφύγιό μου απ’ όλα. Τώρα τα όνειρα με κυνηγούν, δε με αφήνουν να κοιμηθώ. Μπαίνεις εκεί που δε σε περιμένω, κι εγώ σ’ αγγίζω μα σε χάνω. Ξανά και ξανά. Ξυπνάω με το όνομά σου στα χείλη και τις παλάμες μου άδειες. Όπως το σπίτι σου. Όπως εγώ.
Έφτασα μέχρι την αυλή. Θυμήθηκα πώς γελούσες όταν έπεφτες στα φυτεμένα μας λουλούδια και σε μάλωνα, τάχα θυμωμένα, που μου τα τσαλαπατούσες. Κι εσύ έλεγες πως τα λουλούδια δεν είναι για τα μάτια, είναι για την καρδιά. «Άμα δεν τα ζήσεις, μαραίνονται». Κι έτσι ήσουν πάντα: τα ζούσες όλα. Την κάθε στιγμή, την κάθε ανάσα, την κάθε μου σκέψη. Τώρα μαραίνομαι εγώ. Γιατί δεν ξέρω πώς να σε ζήσω, πώς να σ’ έχω χωρίς να σ’ έχω.
Τριγυρνάω στα μέρη που μύριζαν «εσύ», μα μυρίζουν κενό. Πιάνω τα πράγματά σου, μήπως βρω εκεί μέσα κάτι από σένα, κάτι απ’ τη φωνή σου, ένα γέλιο σου ξεχασμένο στις τσέπες, μια λέξη που δεν πρόλαβες να μου πεις. Θυμάσαι τη βεράντα μας; Τα καλοκαίρια που καθόμασταν ώρες, μιλώντας για το τίποτα και για τα πάντα; Εσύ με ρωτούσες τι θα γίνω όταν μεγαλώσω κι εγώ σου απαντούσα «δική σου». Κι εσύ γελούσες και μ’ έσφιγγες πιο πολύ.
Τώρα μεγάλωσα, το ξέρεις; Μα δεν είμαι δική σου πια. Μόνο της απουσίας σου. Κι αν υπάρχει κάπου ένα «μετά», να με περιμένεις. Στην ίδια βεράντα, με το ίδιο φως. Να κουλουριαστώ ξανά δίπλα σου. Να κοιμηθώ. Να ξυπνήσω σπίτι.
Την επόμενη μέρα δεν πέρασα απ’ το σπίτι. Ούτε τη μεθεπόμενη. Το απέφευγα όπως κάποιος αποφεύγει τον καθρέφτη όταν δεν αντέχει να δει το πρόσωπό του. Κι όμως, το σπίτι σου – το σπίτι μας – με καλούσε. Το έβλεπα στα όνειρά μου, το ένιωθα στα βήματά μου, λες και το σώμα μου ήξερε τον δρόμο πριν τον σκεφτώ. Έτσι, χωρίς να το καταλάβω, στάθηκα πάλι απέξω.
Το μικρό φως στην αυλή ήταν σβηστό. Για πρώτη φορά. Και τότε κατάλαβα ότι κάτι είχε αλλάξει. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Δε φοβήθηκα, μα ένιωσα εκείνο το παράξενο σφίξιμο που έρχεται όταν καταλαβαίνεις πως κάτι τελειώνει – ή πως κάτι αρχίζει, που δεν μπορείς ακόμα να ονομάσεις. Έκανα το βήμα. Πέρασα την αυλόπορτα. Δε με σταμάτησε κανείς. Η πόρτα του σπιτιού ήταν ξεκλείδωτη. Μπήκα.
Η μυρωδιά ήταν η ίδια. Μια ανάμειξη από γιασεμί, παλιό ξύλο και εκείνο το άρωμα που άφηνες στα ρούχα σου. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κι όμως, όλα ήταν διαφορετικά. Τα ράφια γεμάτα, τα ποτήρια στο ίδιο σημείο, η φωτογραφία μας πάνω στο τραπέζι, εκείνη με το χαμόγελό σου – πάντα μισό, πάντα σαν να ήξερες κάτι που δεν ήξερα. Στάθηκα μπροστά στο παράθυρο και κοίταξα έξω. Η αυλή ήρεμη, το φως σβηστό. Πίσω μου, άκουσα βήματα. Γύρισα απότομα. Κανείς.
Και τότε, είδα πάνω στο γραφείο το σημειωματάριό σου. Εκείνο που έγραφες πάντα, λίγο πριν κοιμηθείς. Άπλωσα το χέρι μου και το άνοιξα. Μια σελίδα με την ημερομηνία της τελευταίας μας νύχτας μαζί. Η τελευταία σου πρόταση: «Αν φύγω πρώτα, να συνεχίσεις να περνάς απ’ το σπίτι. Θα είμαι εκεί, στο φως. Θα σ’ αγκαλιάζω στον ύπνο σου, όπως τότε.»
Έκλεισα το τετράδιο με τρεμάμενα χέρια. Έκλεισα και την πόρτα. Δεν άναψα το φως. Δε χρειάστηκε.
Το κράτησα μέσα μου.
