Γράφει η Α.Λ.Κ.
Πάνε μέρες που δεν είμαστε μαζί. Πόσες ακριβώς δεν ξέρω. Για να ‘μαι ειλικρινής δεν ξέρω ούτε πόσες μέρες ήμασταν μαζί. Μια θολούρα όλα. Το τελευταίο που θυμάμαι από ‘σένα είναι τη φωνή σου στο τηλέφωνο. Απόμακρη και παγερή. Κι όμως, αν κλείσω λίγο τα μάτια, το κορμί μου νιώθει τα δάχτυλά σου να το οργώνουν. Δυνατά αγγίγματα, βαριά δάχτυλα. Τα βάραινε ο πόθος και το πάθος.
Αυτά τα χάδια που τυπώθηκαν πάνω μου παλεύω να τα σβήσω. Εσένα ακόμα αδυνατώ, και το ‘χω αποδεχτεί. Ξέρω πως αν σε δω θα τρέμω σαν σχολιαρόπαιδο. Θα χάσω τα λόγια μου και το μόνο που θα επιθυμώ θα ‘ναι την άνευ όρων παράδοσή μου στα χέρια σου και πάλι. Όμως τα αγγίγματά σου θα τα σβήσω. Θα ξεχάσω τα ρίγη και την ηδονή, θα απολέσω όλη την απόλαυση που πήρα.
Θα αφήσω άλλους να μου τα δώσουν, θα πείσω τον εαυτό μου πως το κάνουν καλύτερα. Θα με αναγκάσω να μη θυμάμαι πώς είναι να σε νιώθω. Θα με παραμυθιάσω πως η επαφή μας δεν ήταν τίποτα ξεχωριστό, πως αυτό μου το προσφέρουν κι άλλοι. Και θα μου το προσφέρουν. Ακόμα κι αν στο κρεβάτι τους θα σκέφτομαι εσένα.
Μουδιασμένα θα δίνομαι, θα χαϊδεύω και θα παίρνω. Θα λειτουργώ κάπως μηχανικά, σχεδόν αυτόματα. Θα με μοιράζω και θα αφήνω να με μοιράζονται. Ίσως πληγώσω, ίσως βρω κάποιον να εκμεταλλευτούμε ο ένας τον άλλο. Κι ίσως, κάποια στιγμή να ξεχάσω γιατί το έκανα εξαρχής. Ίσως μετά από πολλά αγγίγματα να ‘χουν χαθεί τα δικά σου χνάρια πάνω μου. Τότε ίσως να ‘μαι πραγματικά ελεύθερη από σένα.
Θα δοκίμαζα κάτι άλλο, αλλά έχω στερέψει από ιδέες. Δεν το ξέρεις, όμως τα βράδια που βγαίνω στο τέλος κοιτάω το κινητό μου και περιμένω να με καλέσεις. Περιμένω να με προσκαλέσεις κάπου κι ας είναι μονάχα στα σεντόνια σου. Αντιλαμβάνομαι πως έτσι στέλνω την αυτοεκτίμησή μου στο διάολο, αλλά είναι λες και το σώμα μου σε θέλει περισσότερο απ’ ό,τι σε θέλω εγώ.
Μην ανησυχείς όμως, δε θα επικοινωνήσω πάλι. Προτιμώ να γεμίσω τα σεντόνια κάποιου άλλου. Προτιμώ να γεμίσω το σημείο που με πονάει με μπόλικο εγωισμό. Δε θα σου κάνω ξανά τη χάρη, όσο κι αν θέλω. Δε θα σε πάρω για να σε δω. Αυτή η μία φορά που το έκανα ήταν αρκετή. Αρκετή για να με απορρίψεις. Αρκετή για να πάρω το μάθημά μου. Ας πούμε πως είναι το δώρο μου για την καινούρια σου σχέση. Ας υποκριθούμε πως χαίρομαι για σένα και πως σου εύχομαι τα καλύτερα. Κι όταν με δεις με κάποιον άλλο, θέλω να υποκριθείς κι εσύ το ίδιο. Προσποιήσου πως είμαι μια παλιά φιλία, κάνε ότι χάρηκες που με είδες καλά -κι ας μην είμαι. Εσύ μη δείξεις πως το ξέρεις. Μη δείξεις πως καταλαβαίνεις ότι ακόμα ξεροσταλιάζω για ‘σένα. Μη με νοιαστείς.
Βασικά, καλύτερα να με αγνοήσεις. Αν με αγνοήσεις δε θα μυρίσω το άρωμά σου. Δε θα μου κρατήσεις το χέρι για να νιώσω πάλι την αφή σου. Δε θα με φιλήσεις για να νοσταλγήσω τα χείλη σου πάνω μου. Σε παρακαλώ να με αγνοήσεις, γιατί δε θέλω να ‘χω το άγγιγμά σου άλλο. Η χημεία μας ήταν τόσο καλή που η αποτοξίνωση με ‘χει ισοπεδώσει.
Οι φίλοι μου λένε πως δε γίνεται όλο αυτό να ήταν μονόπλευρο. Στην αρχή το ίδιο πίστευα κι εγώ, μα μπορεί και να ήταν τελικά. Μάλλον ήταν. Γιατί σε είδα χθες με τη δικιά σου. Την κοίταζες με έναν τρόπο που δεν ήξερα ότι μπορείς. Τώρα ξέρω γιατί η φωνή σου ήταν απόμακρη κι εσύ κρύος. Τώρα έχεις κάποιον να σε ζεσταίνει κι όχι απλώς να σ’ ανάβει. Ίσως να μου συμβεί κι εμένα εν καιρώ. Ως τότε θα σε σβήνω απ’ το κορμί μου μ’ άλλα χάδια.