Γράφει η Σίρλεϋ Βάλενταιν.

 

Κακοποίηση δεν είναι μόνο ό,τι εξόφθαλμα φαίνεται ως τέτοια. Είναι και η ψυχολογική βία, η υποτίμηση, η αγωνία μιας έκρηξης θυμού, το σφιγμένο στομάχι κάθε που ακούς κλειδιά στην πόρτα, το άγχος να μην ακούγεται κιχ ούτε απ’ τα παιδιά σου όταν θέλει να κοιμηθεί, το να ψάχνεις τις σωστές λέξεις για να μιλήσεις γιατί οι λάθος μπορεί να τον εκνευρίσουν, το να πρέπει να υπακούς στους κανόνες του για τα πάντα. Από το ημερήσιο πρόγραμμα της οικογένειας (τι ώρα τρώμε ή κοιμόμαστε), μέχρι το αν και πότε μπορείς ή επιτρέπεται να μιλήσεις στο τηλέφωνο με τη μάνα σου ή με μια φίλη σου. Το να σού θέτει το δίλημμα να σταματήσεις να δουλεύεις για να δεχτεί να κάνετε παιδί.

Το ψέμα, επίσης. Η πλασματική πραγματικότητα που σού στερεί το δικαίωμα της επιλογής. Η συναισθηματική εκμετάλλευση. Η αλαζονεία κάποιου που θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να εισβάλει στη ζωή σου, να εντοπίσει τις ανάγκες σου, να βρει τι χρειάζεσαι και να σού πουλήσει παραμύθι για να σε χειρίζεται με άνεση κατά τις ορέξεις του. Ένας ευυπόληπτος κύριος κατά τα λοιπά, άμεμπτος οικογενειάρχης, πρότυπο πατέρα και συζύγου που όμως στην πράξη είναι ένας στυγνός και συνειδητός κακοποιητής και μάλιστα με δύο τουλάχιστον θύματα.

Σκεφτείτε μια γυναίκα κοντά στα 50, που βρέθηκε μόνη μετά το τέλος ενός κακοποιητικού γάμου, που έζησε με τον χειριστικό της σύζυγο 20 χρόνια και βίωσε τόσα κι άλλα τόσα. Σκεφτείτε αυτή τη γυναίκα να μένει μόνη γιατί ο σύζυγος πέθανε και την άφησε με δύο παιδιά στην εφηβεία. Ελεύθερη πια από την καταπίεσή του, αλλά συνάμα ανήμπορη να διαχειριστεί την ελευθερία της και ταυτόχρονα συναισθηματικά γυμνή κι απείρως μόνη αφού δεν της επέτρεπε κοινωνικές σχέσεις, φίλους, δραστηριότητες μη ελεγχόμενες από αυτόν.

Αυτήν λοιπόν τη γυναίκα, την τόσο ευάλωτη και άπειρη, την εντοπίζει ένας νέος θύτης. Τής εμφανίζεται από το πουθενά στο χάος του διαδικτύου και της ανωνυμίας του και τής πουλάει το παρακάτω παραμύθι: Τον λένε Χ, είναι χωρισμένος, μοιράζει το χρόνο του σε Ελλάδα κι εξωτερικό λόγω δουλειάς, κατάγεται από ιδιαιτέρως εύπορη οικογένεια που αποτελείται από δικαστικούς, καθηγητές πανεπιστημίου κι ανώτατους στρατιωτικούς, υπήρξε επαγγελματίας αθλητής του πόλο, έχει μεταπτυχιακό από το Harvard, έχει πελάτες ως δικηγόρος, μεγιστάνες του διεθνούς πλούτου. Είναι ευγενής, συνεπής στην επικοινωνία, δείχνει τεράστιο ενδιαφέρον γι’ αυτήν, την καθημερινότητά της, τους προβληματισμούς της, τα παιδιά της. Άλλωστε είναι κι ο ίδιος πατέρας και κατανοεί.

Περιγράφει τη δική του καθημερινότητα με συνταρακτικές λεπτομέρειες· πότε μπήκε, πότε βγήκε, πότε έφαγε, πότε πήγε πισίνα για προπόνηση, τι είπε με τα παιδιά του, ή με την πρώην σύζυγο, με την οποία οι σχέσεις του είναι άριστες και η οποία τον θέλει ακόμη και θα επιθυμούσε επανασύνδεση παρ’ όλο το διαζύγιο. Λέει, λέει και τι δε λέει. Αλλά από μακριά. Μέσω viber και σπανίως μέσω τηλεφώνου γιατί έχει πάντα πολλή δουλειά. Κι όταν τύχει να καλέσει στο τηλέφωνο το θύμα, θα το κάνει μετά από συνεννόηση και πάντα μέσω viber. Η τηλεφωνική συνομιλία από κανονική γραμμή γίνεται μόνο με απόκρυψη. Οι δε συναντήσεις τους ανά 3 εβδομάδες περίπου, γιατί είπαμε, ταξιδεύει πολύ.

Και θα μου πείτε τώρα με το δίκιο σας, υπάρχει ζώον που έφαγε αυτό το εξόφθαλμο παραμύθι; Όχι θα σας απαντήσω. Ούτε καν η αναγκεμένη, κακοποιημένη και ήδη θυματοποιημένη ηρωίδα μας. Τον μυρίστηκε στην πρώτη εβδομάδα. Παρ’ όλο που τήν επέλεξε πολύ προσεκτικά. Για δέκα ολόκληρες ημέρες πριν τη συναντήσει, την ξετίναξε στις ερωτήσεις για να δει αν το προφίλ της ταιριάζει στο στήσιμό του. Όλα τα ρώτησε. Και για το συγχωρεμένο το σύζυγο και για τις δυσκολίες του γάμου της και για τα παιδικά της χρόνια τα δύσκολα. Κι αυτός αφειδώς έδινε απαντήσεις στα δικά της ερωτήματα κι έφτιαχνε το παράλληλο σύμπαν της απάτης. Τού έκανε λοιπόν. Έτσι έκρινε.

Ήταν το τέλειο θύμα: μαθημένη στην υπεροχή του αρσενικού. Μαντρωμένη σε ένα σπίτι 20 χρόνια με όρους που άλλος έθετε κι εκείνη ακολουθούσε τυφλά. Μόνη χωρίς φίλους και οικογένεια. Συναισθηματικά ευάλωτη, υπερευαίσθητη και με αγωνία για τα 2 παιδιά της. Με τεράστια ανάγκη για τρυφερότητα κι ενδιαφέρον και κυρίως αθώα μέχρι βλακείας. Άμαθη από την πιάτσα και τα τερτίπια των επιτήδειων. Άρα ιδανική!

Έπεσε όμως έξω. Η αφελής νοικοκυρά δεν ήταν αυτό που τού έδειχνε. Κι όχι μόνο τον πήρε χαμπάρι, αλλά στο αλαζονικό του μούτρο αποφάσισε να ξεχρεώσει όλη την υποτίμηση, τον υποβιβασμό και την καταπίεση που είχε για χρόνια υποστεί. Πήρε λοιπόν την απόφαση να παίξει το παιχνίδι του. Για 4 μήνες τον άφησε να πιστεύει ότι κοιμόταν όρθια. Ότι η ανάγκη της ήταν μεγαλύτερη από τη λογική ή τη νοημοσύνη της. Άκουγε έκθαμβη τα τερατώδη ψέματά του και ταυτόχρονα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανακαλύψει την ταυτότητα που με τόση επιμέλεια κρατούσε κρυφή. Κανένα στοιχείο φυσικά από όσα της είχε δώσει δεν ήταν πραγματικό. Ούτε το ονοματεπώνυμο, ούτε η οικογενειακή κατάσταση, ούτε οι συγγενείς, ούτε το άθλημα, ούτε καν η χώρα διαμονής. Το κινητό που χρησιμοποιούσε ήταν αχαρτογράφητο. Όποια στιγμή έκρινε αυτός μπορούσε να εξαφανιστεί από προσώπου γης και θα ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ. Χωρίς κανένα ίχνος.

Παρ’ όλη όμως την κάλυψη, με κόπο, ψυχική ταλαιπωρία και με λίγη βοήθεια από την τύχη αλλά και από την αλαζονεία του, τον βρήκε. Έμαθε τα πάντα. Ήταν ένας παντρεμένος, ευυπόληπτος οικογενειάρχης που έμενε 4 χιλιόμετρα από το σπίτι της με την οικογένειά του. Που όταν γύριζε στο σπίτι του ή σύζυγός του τον περίμενε στο παράθυρο και του είχε στρωμένο το τραπέζι για να φάει. Και τον φιλούσε τρυφερά μόλις πέρναγε την πόρτα. Που μπορεί να είχε αγωνία αν θα του άρεσε το φαγητό που έφτιαξε ή αν ήταν αρκετά ζεστό γιατί αλλιώς μπορεί να κατέβαζε μούτρα ή καντήλια, αναλόγως, και να της έλεγε πόσο ανίκανη είναι ακόμα και για να ένα πιάτο φαΐ της ανθρωπιάς. Που τον κοιτούσε με ανάμεικτη αγωνία και τρυφερότητα γιατί άργησε να γυρίσει απόψε, αλλά που μάλλον δεν τολμούσε να τον ρωτήσει λεπτομέρειες, γιατί αυτός πάλευε κι ιδροκοπούσε για την οικογένεια, το κέρατό μου μέσα.

Αυτός, που μισή ώρα πριν ήταν με άλλη κι όσο αυτή τού σερβίριζε το ύστερό του, έστελνε στην άλλη μήνυμα και τής έλεγε ότι τού λείπει. Τού έλειπε το άλλο θύμα. Που τής πουλούσε ένα άλλο παραμύθι και την εκμεταλλευόταν μ’ έναν άλλο τρόπο κατά τη βολή του. Κι όταν το θύμα τα έμαθε όλα -όταν για την ακρίβεια τα επιβεβαίωσε- έπρεπε να σκεφτεί τι θα την έκανε αυτή τη γνώση.

Μπήκε στη θέση της κοπέλας που τον περίμενε στο παράθυρο. Την ήξερε καλά τη θέση αυτή άλλωστε. Είχε στρώσει εκατοντάδες φορές το τραπέζι. Είχε περιμένει εκατοντάδες βράδια να γυρίσει ο σύζυγος-κολόνα του σπιτιού. Είχε κοιμηθεί εκατοντάδες φορές με την αμφιβολία του κέρατου που μέσα σε όλα τα υπόλοιπα, είχε υποστεί. Αναρωτήθηκε τότε αν θα ήθελε να ξέρει. Να ξέρει, με στοιχεία, με αποδείξεις. Όχι να φαντάζεται απλώς και μετά να κάνει βολικά ότι δεν ξέρει. Κι απάντησε ότι δε θα ήθελε. Γιατί δε χρειαζόταν. Κι αυτή, όπως και η κοπέλα στο παράθυρο, όπως κι όλοι, ξέρουμε. Δε χρειαζόμαστε αποδείξεις.

Ξέρουμε με ποιον μοιραζόμαστε τη ζωή μας, τα νιάτα μας, το κρεβάτι μας. Και παραμένουμε γιατί δεν μπορούμε να φύγουμε. Η καθεμιά ή κι ο καθένας για τους λόγους τους. Γιατί δεν έχουμε το κουράγιο, τη δύναμη, την οικονομική ή τη συναισθηματική στήριξη. Γιατί ντρεπόμαστε. Εμείς. Για την αδυναμία μας. Για την επιλογή μας. Γιατί κουβαλάμε τις ενοχές που μάς φόρτωσε η μάνα μας κι ο κόσμος.

Δε θα την έβαζε λοιπόν την κοπέλα στο παράθυρο σε αυτή τη θέση. Δεν το μπορούσε και δεν το άντεχε. Έστειλε μόνο σ’ αυτόν ένα μήνυμα που του ‘λεγε ότι τα ξέρει όλα. Έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του αυτός για λίγο, ψέλλισε κάτι δικαιολογίες για γέλια και για κλάματα, άφησε και κάνα δυο υπονοούμενα απειλητικά στην περίπτωση που αποφάσιζε να τον δώσει στη σύζυγο. Όλα αναμενόμενα και προβλέψιμα.

Κι εδώ έρχεται το ερώτημα: Σε πόσες το έκανε ήδη και σε πόσες θα το ξανακάνει; Ποιος και πώς θα τον σταματήσει; Άλλωστε όσα κάνει, όλη η απάτη, το ψέμα, η κοροϊδία, η εκμετάλλευση των ψυχών, δεν εμπίπτουν στον Ποινικό Κώδικα, δεν τα τιμωρεί κανένας νόμος. Ο τρόμος της αποκάλυψής του και η κατάρρευση της σιγουριάς του σχεδίου του, για πόσο θα τον κρατήσουν έξω από το παιχνίδι;

Αυτό τη βασανίζει και θα τη βασανίζει για καιρό.