“Η μαυρίλα”
Αισθάνομαι απαίσια.
Κάθε φορά που τους φωνάζω τα βάζω με τον εαυτό μου περισσότερο.
Μου δίνω ακόμα ένα λόγο να αμφιβάλλω για εμένα, λες και δεν είχα αρκετούς.
“Γιατί έκανα παιδιά;” ” Αυτό τους αξίζει;”
“Γιατί είμαι τόσο τοξικίλα κι απαίσια;”
Ποια είναι αυτή που φωνάζει από μέσα μου και ουρλιάζει στα παιδιά μου;
Αν κάποιος πειράξει ποτέ ή στεναχωρήσει τα παιδιά μου θα τον σκ0τώσω, το ξέρω.
Κι αν αυτός ο κάποιος είμαι εγώ;
Κι αν τους δημιουργώ ψυχολογικά;
Έχω διαλυθεί.
Νιώθω ένα κουρέλι.
Δεν αντέχω άλλο.
Θέλω να φεύγω για λίγο.
Θέλω όταν φεύγω τα παιδιά μου να είναι ασφαλή και χαρούμενα.
Θέλω το σπίτι να έχει φροντίδα και να είναι σε καλή κατάσταση.
Αισθάνομαι ότι με πνίγουν τα ρούχα που περιμένουν να τα σιδερώσω, να τα διπλώσω και να τα τακτοποιήσω στις ντουλάπες που πάλι γίνεται χαμός, που πάλι ψωνίζω κι άλλα και δεν τελειώνουν ποτέ.
Με ενοχλούν και τα μυρμήγκια που κόβουν βόλτες και είναι κυριολεκτικά παντού.
Με πνίγουν οι τύψεις και για το σκυλάκο μου που με κοιτάει με αυτά τα κουταβίσια μάτια γεμάτα παράπονο στην πόρτα.
Για μια βόλτα με το ζόρι 15 λεπτά ενώ παλιά τον πήγαινα στο πάρκο και έτρεχε και ήταν τόσο χαρούμενος, έπεφτε στο ποτάμι γινόταν χάλια με τις λάσπες αλλά ήταν ευτυχισμένος.
Δε με αναγνωρίζω πια, δεν ξέρω ποια ήμουν πριν, ποια είμαι τώρα.
Ξέρω ότι είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Και να σου πω το πιο τρομακτικό; Πάντα όταν είχα πρόβλημα βγαίναμε με τις φίλες μου, πίναμε τα ουζάκια μας, χορεύαμε και το ξορκίζαμε.
Τώρα είμαι πολύ μακριά τους και υπάρχει τόση μοναξιά.
Δε θέλω να μιλήσω σε κανέναν γιατί δε θέλω να του μαυρίσω την ψυχή.
Ξέρω ότι θα περάσει, ξέρω ότι αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.
Εμένα όμως μ ’έχουν στοιχειώσει οι απόλυτες στιγμές τρόμου που βιώνω στις δύσκολες στιγμές.
Με φοβάμαι.
Φοβάμαι ότι μια μέρα δε θα μπορέσω να ελέγξω το θυμό μου, θα με κυριεύσει και θα κάνω κακό σε αυτούς που αγαπάω περισσότερο στον κόσμο.
Έρχονται στιγμές που θέλω να πεθάνω, να κουρνιάσω σε μια γωνιά και να σκεπαστώ με μια κουβέρτα.
Είναι σαν ο μπαμπούλας να είμαι εγώ.
Είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να κάνω, αυτά που πρέπει να γίνουν, κι ενώ κάθε μέρα νιώθω πως τρέχω να τα προλάβω, στο κλείσιμο της ημέρας δεν προλαβαίνω τίποτα.
Δε θέλω να θυμώνω άλλο, δε θέλω να τους θυμώνω άλλο.
Τις περισσότερες φορές είναι η δική μου κούραση που με θυμώνει κι όχι τα παιδιά σαν παιδιά.
Και ξέρω ότι στις 100 φορές τη μία βγήκα εκτός εαυτού αλλά άμα τα παιδιά θυμούνται αυτή τη μία κι όχι τις υπόλοιπες 99 που τα άκουσα, τα αγκάλιασα, τα καθησύχασα.
Εμάς γιατί έχουν πάψει να μας καθησυχάζουν;
Γιατί όπου και να κοιτάξεις τα χρεώνουν όλα στις μαμάδες;
Γιατί δεν αναγνωρίζουν τον καθημερινό μας κόπο κι αγώνα επιβίωσης;
Ακόμα και οι υπόλοιπες γυναίκες δύσκολα θα δεις να συμπαραστέκονται η μία στην άλλη.
Συνήθως το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η καθεμία είναι φυσιολογικό ενώ για την άλλη κάποιο λάθος έχει κάνει η ίδια.
Ξέρεις τι θέλω να κάνουμε; Την επόμενη φορά που θα δεις μια μαμά σε πανικό, με βουρκωμένα μάτια, να την πλησιάσεις.
Μην παριστάνεις ότι δεν την είδες.
Μην παριστάνεις ότι δεν άκουσες το αναφιλητό της.
Πήγαινε κοντά, πιάσε της το χέρι και πες της, «σε καταλαβαίνω», «είναι ζόρικα», «θα περάσει».
Γιατί όπως έχουμε πει σε άλλο κείμενο, όλα περνάνε.
Κλείνοντας θυμήθηκα τη χειρότερη συμβουλή που άκουσα ποτέ σχετικά με τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών μου.
«Μη ζητήσεις συγγνώμη όταν τους φωνάξεις, γιατί δε θα έχεις αποτέλεσμα σε τίποτα μετά, στα όρια που βάζεις».
Προσωπικά επέλεξα ένα διαφορετικό δρόμο, όποτε τους φωνάξω θα ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου.
Συγγνώμη που δεν τα σεβάστηκα και βγήκα εκτός εαυτού.
Και ξέρεις ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτού; Σχεδόν κάθε φορά που θυμώνουν, ζητάνε συγγνώμη για την εκάστοτε αντίδραση τους.
Λατρεύω τα παιδιά μου, θέλω να έχω και λίγο χρόνο για εμένα.
Για την καλύτερη εκδοχή μου πρέπει να βρω αυτό το χρόνο.
Πρέπει να βρω εμένα.
