Κάποτε πίστευα πως η αγάπη είναι να σωπαίνεις. Να σκύβεις το κεφάλι, να μαζεύεις τις λέξεις σου, να προσέχεις μην πληγώσεις τον άλλον με την αλήθεια σου. Να σβήνεις λίγο λίγο τον εαυτό σου, ελπίζοντας πως έτσι θα σε αγαπήσουν περισσότερο. Κάποτε πίστευα πως η κατανόηση είναι αγάπη. Ότι το “σε δικαιολογώ” σημαίνει δύναμη, κι όχι φόβο να χάσεις αυτόν που σου φέρεται άδικα. Έτσι έμαθα να σιωπώ, να πνίγω το παράπονο, να καταπίνω τη θλίψη, να βάζω σε προτεραιότητα την ψυχολογία του άλλου, να προσέχω την παραμικρή μου κίνηση, ξεχνώντας ότι έχω κι εγώ ψυχή που μπορεί να σπάσει.
Όλα έπρεπε να γυρνούν γύρω από εκείνον: τι τον πληγώνει, τι τον θυμώνει, τι τον βολεύει. Κάθε φορά που ένιωθα να λυγίζω, εκείνος με έπειθε πως εγώ φταίω. Πως δεν καταλαβαίνω, πως είμαι υπερβολική, πως δεν αγαπώ “σωστά”. Κι εγώ το πίστευα. Γιατί έτσι κάνουν όσοι αγαπούν πραγματικά. Ψάχνουν το λάθος πρώτα μέσα τους και πνίγονται από τις τύψεις. Μόνο που το λάθος δεν ήταν δικό μου. Ήταν εκείνο το παιχνίδι ενοχών που χειριστικά έστηνε. Εκείνη η ανάγκη να με μικραίνει για να νιώθει εκείνος σημαντικός. Με κατηγορούσε για πράξεις που είχε ήδη κάνει, με έκρινε για σκέψεις που ο ίδιος πρώτα είχε σκεφτεί. Προσπαθούσε να πλασάρει στους άλλους μια εικόνα του δυναμικού, του ανεξάρτητου ανθρώπου, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Ένιωθε σημαντικός με το να ακούσει ότι έχει δίκιο. Με το να του πουν μπράβο. Κι εγώ τα έβλεπα όλα αυτά. Καθημερινά όλοι μου οι φίλοι μου έλεγαν ότι δε μου κάνει καλό. Ότι με καταστρέφει. Εγώ όμως έβλεπα τι κρύβεται πίσω από κάθε συμπεριφορά του. Είχα δει και την ευαίσθητη πλευρά του και πίστευα ότι εγώ μπορώ να τη βγάλω στην επιφάνεια.
Οπότε κάθε φορά έβρισκα μια δικαιολογία. Έλεγα πως “είχε πληγωθεί”, πως “δεν το εννοούσε”, πως “κάποια μέρα θα αλλάξει”. Κρατούσα ακόμη και τα μαραμένα λουλούδια που μου είχε χαρίσει μία φορά. Κοίταζα το γράμμα του για να θυμηθώ πως κάποτε μ’ αγάπησε, προσπαθώντας να ξεχάσω τις στιγμές που με προσέβαλε, τις ώρες που μ’ έκανε να νιώθω κενή. Κάθε προσβολή την έπνιγα μέσα σ’ ένα “ίσως να έχει δίκιο”. Κάθε αδικία τη σκέπαζα με μια ανάμνηση που δεν υπήρχε πια. Έβαλα τις δικές μου πληγές κάτω από τις δικές του. Έμαθα να γιατρεύω τα δικά του τραύματα, ενώ άφηνα τα δικά μου να ματώνουν σιωπηλά. Πίστευα πως έτσι αγαπάς. Πως έτσι κρατάς έναν άνθρωπο. Μέχρι που δε με αναγνώριζα πια στον καθρέφτη. Και τότε κατάλαβα. Δε μου έλειπε εκείνος. Μου έλειπε η εκδοχή του εαυτού μου που ήλπιζε. Μου έλειπε το “ίσως αυτή τη φορά”, όχι ο άνθρωπος που με έκανε να φοβάμαι να είμαι ο εαυτός μου.
Δεν καταλάβαινα ότι δεν είναι δουλειά μου να γιατρέψω κάποιον που δε θέλει να γιατρευτεί. Ότι δεν μπορώ να τον κάνω να δει την αγάπη μου, όταν δεν έχει μάθει να τον αγαπούν. Ένας άνθρωπος που δεν έχει πάρει αγάπη, συνεχώς θα αρνείται αυτή που του προσφέρουν. Τη θεωρεί μη υγιή. Οπότε θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να την καταστρέψει.
Τώρα πια δεν ψάχνω δικαιολογίες. Δεν προσπαθώ να αποδείξω πως αξίζω αγάπη. Γιατί την αξίζω έτσι κι αλλιώς. Χωρίς να νιώθω μικρή, χωρίς να σωπαίνω, χωρίς να σβήνω. Αν με ρωτήσεις τι μου έμεινε απ’ όλα αυτά, θα σου πω: ένα μάθημα. Πως κανένας άνθρωπος, όσο κι αν τον αγαπάς, δεν αξίζει να χαθείς μέσα του. Πως όποιος σε αγαπάει αληθινά δε σου ζητάει να ζητήσεις συγγνώμη για τον εαυτό σου. Δε θα χαθώ ξανά για να με αγαπήσουν. Γιατί αυτή τη φορά έμαθα να αγαπώ εμένα… Χωρίς φόβο, χωρίς ενοχές, χωρίς να σβήνω. Κι αυτό είναι η πιο ήσυχη και δυνατή εκδίκηση από όλες.
