Όταν μας ζητήθηκε να να γράψουμε για το confession week μια ιστορία που να σημάδεψε τη ζωή μας, για μένα τα πράγματα ήταν πολύ εύκολα και ταυτόχρονα δύσκολα και άβολα.
Όντας 20 χρονών, δεν μπορείς να πεις πως έχω ζήσει τη ζωή με το κουτάλι για να έχω πάμπολλες εμπειρίες έντονου ερωτικού και συναισθηματικού περιεχομένου.
Ο χωρισμός των γονιών μου στα 18 μου, όμως, είναι αναμφίβολα ο,τι πιο δυνατό, ισχυρό και σκληρό έχω ζήσει. Το μεγαλύτερο ταρακούνημα ως τώρα.
Πώς το λένε, πως τις στιγμές που ματώνεις και πονάς, είναι αυτές που πραγματικά ζεις; Κάπως έτσι θα το περιέγραφα.
Δεν ήταν, βέβαια, κάτι το οποίο δεν περίμενα. Ήταν σαν το συγγενή που είναι χρόνια άρρωστος, κάποια στιγμή είναι μοιραίο να συμβεί το κακό, αλλά όταν συμβαίνει σου είναι τόσο δύσκολο.
Μόνο που τους θανάτους τους ξεπερνάς, είτε κρατώντας τους μέσα σου, είτε αφήνοντάς τους στο πίσω μέρος του μυαλού σου.
Ο χωρισμός σε κυνηγάει σαν τη σκιά σου, σε κυνηγάει όταν πας να τον αφήσεις πίσω σου, σου θυμίζει την ύπαρξή του μόλις νιώσει πως τον ξεχνάς.
Δεν ήμουν ποτέ το παιδί της ευτυχισμένης οικογένειας που συνεχώς έβγαινε αγαπημένη μαζί έξω, πέρναγε πανέμορφα, έβγαζε φωτογραφίες που μετέπειτα έχωνε στα οικογενειακά άλμπουμ για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Ποτέ δεν άκουσα για τους γονείς μου «Α, τι ωραίο ζευγάρι, πόσο αγαπημένο!», ποτέ δεν τους είδα να μοιράζονται ένα φιλί, μια αγκαλιά.
Αντιθέτως, καβγάδες, σιωπή, κενά βλέμματα, μηδέν ενθουσιασμός.
Μόνο που αυτός ο «θάνατος» κουβαλάει μαζί του πληγές, πόνο, στεναχώρια. Ίσως όχι και από τις δύο πλευρές πάντα με την ίδια διάσταση. Κάποιος πάντοτε πονάει πιο διαφορετικά.
Όχι πιο πολύ ή πιο λίγο, έχω στο μυαλό μου πως πιο εύκολα μετράς ποιοτικά τον πόνο, παρά ποσοτικά. Δεν είναι κουκιά ο πόνος, να τον μετράς.
Έχεις να κάνεις, λοιπόν, με δύο πληγωμένους ανθρώπους. Είσαι 18 και είσαι εσύ ο γονέας πλέον. Πρέπει να νταντέψεις. Πρέπει να πάρεις αποφάσεις δύσκολες, να τους πεις λόγια που λίγους μήνες πριν δε θα σκεφτόσουν καν να βγάλεις από μέσα σου.
Ο χωρισμός των γονιών μου με έκανε γονιό, με μεγάλωσε.
Με σκληραγώγησε, μου τόνισε πως κάποια πράγματα είναι σημαντικότερα από άλλα, με έκανε –κακά τα ψέματα– πιο ώριμο μέσα μου.
Ο πόνος, η στεναχώρια, το κλάμα είναι μέσα στο παιχνίδι. Αλλά με ένα όριο. Τα συναισθήματά σου δεν τα εξωτερικεύεις, δεν τα πολυσυζητάς.
Δεν θυμάμαι ποτέ πριν το χωρισμό να μου είπε ο πατέρας μου πως είναι λυπημένος.
Τότε, στα μάτια μου ήταν ένας υπερήρωας, Μα έγινε θνητός. Έγινε μωρό παιδί και ο υπερήρωας έγινα εγώ.
Πολλοί τρόποι να το αντιμετωπίσεις όλο αυτό, δεν νομίζω πως υπάρχουν.
Ο ένας δρόμος είναι να τα εξωτερικεύσεις όλα και να ενδώσεις στα συναισθήματά σου, να γίνεις ο τρίτος γονιός-παιδί και να κατρακυλήσεις.
Και ο δεύτερος είναι να πάρεις την απόφαση να γίνεις ο γονιός-υπερήρωας και να είσαι εκεί για όλα, να είσαι ο mister «Όλα καλά» ,να πνίγεις τα συναισθήματά σου και να παλεύεις να είσαι εκεί για τους γονείς σου.
Να δείξεις πως μεγάλωσες, πως οι αντιξοότητες δεν σε πονάνε, πως ο χωρισμός δε σε τραυμάτισε, αλλά αντιθέτως σε έκανε πιο δυνατό.
Θέλω να λέω πως διάλεξα και ακολούθησα το δεύτερο δρόμο, αν και δεν κρύβω πως υπήρξαν στιγμές που υπέπεσα στο σφάλμα του να ακολουθήσω τον πρώτο, των δακρύων.
Δεν γνωρίζω και πιθανότατα δε θα μάθω αν είμαι ο υπερήρωας των γονιών μου.
Το σίγουρο είναι πως κατάφερα να πλέον να νιώθω ο υπερήρωας του εαυτού μου και νιώθω πολύ περήφανος για αυτό.