Γράφει ο Αντώνης Δ.

Με τον εαυτό μου συζητάω πολύ. Δεν τον πολυσυμπαθώ, αλλά ούτε και τον μισώ. Είμαστε κάτι σαν άσπονδοι φίλοι. Το εγώ μου και εκείνο, ό,τι βρίσκεται βαθιά κρυμμένο μέσα μου, τα απωθημένα μου, οι φόβοι μου, οι ανησυχίες και τα όνειρά μου, είναι σε μια διαρκή σύγκρουση. Εκείνο θέλει να με κρατήσει στο σκοτάδι, εγώ θέλω να βγω στο φως.

Ή μήπως όχι;

Το σκοτάδι, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, συνηθίζεται. Η μοναξιά συνηθίζεται. Και βρίσκει τον τρόπο της να σε καλεί κοντά της όσο κι αν προσπαθείς να της ξεφύγεις. Γιατί, για εκείνο, η μοναξιά είναι εύκολη. Δεν απειλούνται οι άμυνες που έχει υψώσει για να κρύψει την ασχήμια του. Κανένας δεν το ενοχλεί, παρά μόνο εγώ.

Στον κόσμο αυτό γεννιόμαστε και πεθαίνουμε μόνοι, είχε πει κάποιος. Στο ενδιάμεσο, ωστόσο, συναντάμε κάθε λογής «εγώ» στο διάβα μας. Και αυτά μας κάνουν να επιβιώνουμε. Νοηματοδοτούν την ύπαρξη και τα έργα μας. Το ταξίδι είναι μακρύ και χωρίς τους σωστούς συνεπιβάτες, ανιαρό και άσκοπο. Αφιερώνουμε, λοιπόν, όλοι χρόνο και κόπο στην αναζήτηση. Οι παρέες και οι σύντροφοι που περνούν από το πλάι μας αμέτρητοι. Λίγοι απ’αυτούς καταφέρνουν να εισχωρήσουν σε βάθος στην ψυχοσύνθεσή μας. Τίποτα το μεμπτό μέχρι αυτό το σημείο.

Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν, παρά την όποια όμορφη ψυχική επιφάνειά μας, από κάτω της κρύβεται μια άβυσσος ανασφάλειας. Η ανασφάλεια, κατ’εμέ είναι η ρίζα του κακού. Αυτή ξεβράζει δηλητήριο στην κατά τ’άλλα ήρεμη επιφάνεια, αυτή βάζει τον άνθρωπο στον φαύλο κύκλο της μοναξιάς. Όταν αυτό που αντικρίζεις στον καθρέφτη δεν σου αρέσει, όταν δεν μπορείς να αγαπήσεις τον εαυτό σου γι’αυτό που είναι, τότε αυτόματα οι κάθε λογής συνταξιδιώτες ως δια μαγείας αδυνατούν να κολυμπήσουν στα βαθιά του χαρακτήρα σου. Σαν ένα αόρατο φράγμα, σαν διαίσθηση που τους απαγορεύει υποσυνείδητα να αγκαλιάσουν το σκοτάδι σου και να το φωτίσουν με την παρουσία τους. Έτσι μένει μόνος του ο άνθρωπος λοιπόν.

«Εκείνο» τρέφεται με το σκοτάδι και πίσω του αφήνει καμμένη γη. Όσο κι αν προσπαθήσει το εγώ να ρίξει φως, σταδιακά καταλαβαίνει πως οι προσπάθειές του είναι μάταιες. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος έτσι, ώστε μόνο με τις δικές του δυνάμεις να μην είναι ποτέ ευτυχισμένος. It takes two to tango. Με την πάροδο του χρόνου, τελικά, δεν είναι η μοναξιά που συνηθίζεται· είναι το εγώ που παραιτείται. Καλοθελητές να βουτήξουν επικίνδυνα βαθιά στην ψυχοσύνθεσή μας σπάνια θα βρεθούν και ακόμα κι αν η τύχη μας χαμογελάσει, οι αμυντικοί μας μηχανισμοί, τα πελώρια τείχη που έχουν υψωθεί, θα διώξουν μακριά και τον πιο αποφασισμένο.

Μετά κι από αυτό το σημείο -που με μια πρώτη ματιά έμοιαζε και το ναδίρ της ψυχολογίας του ατόμου- υπάρχει άλλο ένα επίπεδο μοναξιάς. Τούτο το επίπεδο είναι και το πιο επικίνδυνο. Ξεκινά από τη στιγμή που το εγώ, αντί να μάχεται για τη φυσική του θέση πάνω από το εκείνο ή έστω να μένει αμέτοχο, συντάσσεται με τις δυνάμεις που το καταπιέζουν. Τότε και μόνο τότε, όταν ο καταπιεσμένος σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κατευνάσει το μένος του καταπιεστή, θέτει διπλωματικά τις όποιες δυνάμεις του πλάι στον άσπονδο φίλο του, είναι που ο άνθρωπος είναι πλέον πραγματικά μόνος. Και θα συνεχίσει να είναι μόνος γιατί ούτε και ο ίδιος θέλει να επιτρέψει σε κανέναν να δει αυτό που κρατάει σαν επτασφράγιστο μυστικό· το ότι έχει παραιτηθεί, το ότι έχει μείνει στάσιμος ενώ θα έπρεπε να ταξιδεύει.

Ο μόνος τρόπος να ξεφύγει από τη φυλακή του είναι να κάνει τα στραβά μάτια στον καθρέφτη. Ναι, η πικρή αλήθεια μπορεί να αποκαλυφθεί και να διορθωθεί με ένα αθώο ψέμα. Το ψέμα ότι το εγώ είναι πιο δυνατό.

Αυτό, από τη φύση του ελεύθερο, μπορεί να πατήσει στις νέες δυνάμεις του και να γυρίσει την κατάσταση προς όφελός του. Να εντοπίσει τους ριψοκίνδυνους συνταξιδιώτες και μαζί τους να φωτίσει τον ταλαιπωρημένο ψυχισμό του.

Γιατί το σκοτάδι του ενός, δυο μαζί το κάνουν φως.

Επιμέλεια Κειμένου Αντώνη Δ.: Κατερίνα Κεχαγιά