Γράφει η Σ.

Αγαπητέ περίεργε και μπερδεμένε φίλε,

Επίτρεψέ μου να σου πω μια ιστορία. Μια ιστορία για ένα κορίτσι που αγάπησε ένα αγόρι. Μια ιστορία για ένα αγόρι που δεν ήξερε να αγαπήσει και νόμιζε ότι δεν άξιζε να αγαπηθεί. Μια ιστορία για δύο παιδιά που βρέθηκαν τυχαία –ή μπορεί κι όχι– μαζί στο δρόμο της ζωής.

Η τύχη τα προγραμμάτισε όλα τέλεια για να συναντηθούν. Και τα κατάφερε. Έτσι αυτά τα παιδιά γνωρίστηκαν, άρχισαν να κάνουν παρέα. Άρχισαν να περνάνε χρόνο μαζί, να κάνουν πολύωρες συζητήσεις, να ανταλλάσουν σκέψεις, να μοιράζονται άγχη. Άρχισαν να δένονται, άρχισαν να αισθάνονται και –με όλο το θάρρος επίτρεψέ μου να σου πω ότι– άρχισαν να αγαπιούνται.

Ο έρωτας ήρθε ξεκάθαρα απ’ τη μεριά της κοπέλας. Αυτή τον ερωτεύτηκε τρελά. Ερωτεύτηκε τα θετικά του χαρακτηριστικά, αλλά αγάπησε και τα αρνητικά. Τον έβλεπε υπέροχα ατελή κι αυτή η ατέλεια, συνοδευόμενη απ’ τα κόμπλεξ και τα ψυχολογικά προβλήματα που αυτός κουβαλούσε, ίσως και να την κράτησαν περισσότερο. Ίσως και να την έκαναν ακόμα πιο έτοιμη να υπομείνει το βάσανό του.

Ήθελε να τον βοηθήσει. Ήξερε ότι χρειαζόταν τη βοήθειά της. Κι ήταν πρόθυμη να του την προσφέρει απλόχερα, χωρίς δεύτερη σκέψη. Το κορίτσι, λοιπόν, πάλεψε γι’ αυτό που ένιωθε, πάλεψε γι’ αυτό που ήξερε ότι υπήρχε μεταξύ τους, πάλεψε γι’ αυτό το υπέροχο που θα μπορούσε να ακολουθήσει. Του δόθηκε ολοκληρωτικά. Μέχρι που υπέμεινε καταστάσεις ψυχοφθόρες, καταστάσεις που την έλιωναν σιγά-σιγά, που την έκαναν να χάνει ίσως και λίγο απ’ τον εαυτό της.

Ο έρωτας, ξέρεις, λένε ότι σου παίρνει το μυαλό -κι έχουν δίκιο. Έχουν απόλυτο δίκιο. Ο έρωτας σε θολώνει, δε σε αφήνει να κρίνεις σωστά, σου αφαιρεί κάθε ίχνος λογικής και σε κάνει υποχείριό του. Ο έρωτας υποκινεί τα θέλω σου, δίνει ισχύ σε αυτά και δύναμη σε εσένα για να τα διεκδικήσεις. Ίσως και γι’ αυτό να ερωτευόμαστε, άλλωστε. Για να μπορούμε να σταθούμε ικανοί να παλέψουμε γι’ αυτά που θέλουμε. Κράτα αυτήν την πληροφορία κι ας επιστρέψουμε στην ιστορία…

Το αγόρι, λοιπόν, παίδεψε αρκετά την κοπέλα αυτή. Ξέρεις, αυτό το αγόρι δεν ήταν σαν τα άλλα. Ήταν, ας πούμε, λίγο πιο ιδιαίτερο. Αυτό το αγόρι δεν είχε πολλά συναισθηματικά αποθέματα αγάπης. Δεν μπορούσε να αφαιθεί, να ερωτευτεί και να δοθεί ολοκληρωτικά. Το συναίσθημα ήταν κάτι ξένο γι’ αυτόν, κάτι σχεδόν άπιαστο. Κι εκτός του ότι δεν μπορούσε να δώσει πολλή αγάπη, δεν μπορούσε και να δεχτεί. Δε θεωρούσε τον εαυτό του άξιο να αγαπηθεί, έτσι έλεγε.

Αυτό το αγόρι σκεφτόταν μόνο με τη λογική, δεν είχε μάθει να καθοδηγείται απ’ το συναίσθημα. Κι η λογική του πολλές φορές εμπόδιζε τις επιθυμίες του. Τον έκανε σκληρό κι ωμό ρεαλιστή, απομακρύνοντάς τον απ’ τον έρωτα.

Κι όμως, αυτό το αγόρι τελικά αισθάνθηκε και τα συναισθήματά του γίνονταν όλο και πιο έντονα με τον καιρό. Κι όμως, αυτό το αγόρι κατάφερε ακόμα και σε έναν μικρό βαθμό να δοθεί, κατάφερε ακόμα και σε λίγες στιγμές να αφαιθεί. Κι όμως, αυτό το αγόρι νίκησε κι αγνόησε αρκετές φορές τη λογική του που του φώναζε να φύγει μακριά της. Κι όμως, αυτό το αγόρι έμεινε, τουλάχιστον για λίγο.

Αυτό το αγόρι ήταν ένα μπερδεμένο πλάσμα. Δεν τα είχε βρει με τον εαυτό του, δεν τα είχε βρει με τις επιθυμίες του, δεν τα είχε βρει με τη ζωή του. Και μπερδεύτηκε ακόμα περισσότερο στην πορεία∙ όταν άρχισαν να συμβαίνουν στη ζωή του καταστάσεις που δεν είχε προγραμματίσει, καταστάσεις που δεν περίμενε κι ίσως και να μην ήθελε να του συμβούν σε αυτήν τη φάση. Βρισκόταν σε απόλυτο χάος. Δεν ήξερε τι ήθελε, δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κοπέλα. Δεν είχε το θάρρος ούτε να τη χάσει, αλλά ούτε και να την κρατήσει.

Κι έτσι την έβαλε στην αναμονή. Στην αναμονή, υποτίθεται, μέχρι να τα βρει με τον εαυτό του και τα θέλω του, μέχρι να πάρει μια απόφαση. Κι η κοπέλα το δέχτηκε. Το δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Και τον περίμενε να αποφασίσει. Τον περίμενε με την ελπίδα ότι θα υποκύψει στο συναίσθημά του, σε αυτό το κάτι που υπήρχε μεταξύ τους. Τον περίμενε με την ελπίδα ότι θα νικήσει τη λογική του. Τον περίμενε με την ελπίδα ότι θα βρει το θάρρος να ζήσει τον έρωτά της.

Τελικά, αυτός δεν μπόρεσε. Δεν μπόρεσε να νικήσει τη λογική του, δεν μπόρεσε να νικήσει το μυαλό του. Δεν μπόρεσε να βρει το θάρρος να υποκύψει στο συναίσθημα. Δεν μπόρεσε να βρει το θάρρος να την κρατήσει. Έφυγε. Προς το παρόν, τουλάχιστον∙ έτσι της είπε. Άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξαναγυρίσει στο μέλλον, όταν θα είναι πιο έτοιμος, πιο συνειδητοποιημένος…

Θα ήθελα εδώ να μπορώ να σου πω, αγαπημένε φίλε, ότι αυτό ήταν και το τέλος αυτής της ιστορίας. Ότι αυτός ήταν ένας έρωτας που τελείωσε έτσι, άδοξα, επειδή απλά ο ένας δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτόν. Αλλά δεν μπορώ. Και δεν μπορώ γιατί ακόμα δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσει τελικά το περίεργο αυτό αγόρι. Κάποιοι πιστεύουν ότι θα επιστέψει. Το πότε είναι παντελώς απρόβλεπτο, όπως κι αυτός άλλωστε.

Ξέρεις, όμως, τι συμβαίνει; Κάποιες φορές το «τώρα» είναι η καταλληλότερη στιγμή. Όσο κι αν αυτή φαίνεται λάθος. Κάποιες φορές πρέπει απλά να αρπάξεις την ευκαιρία που σου δίνει η ζωή επί τόπου. Όσο κι αν δεν είσαι έτοιμος, όσο κι αν θα ήθελες να περιμένεις. Η ζωή στην προσφέρει τώρα. Και το «τώρα» ίσως και να είναι η μοναδική στιγμή για να τη δεχτείς.

Δε θες να τη δεχτείς σε αυτή τη φάση της ζωής σου; Τότε παίρνεις το ρίσκο να τη χάσεις μια για πάντα κι η ζωή να μην στην ξαναπροσφέρει ποτέ; Γιατί ξέρεις η ζωή δε συμπαθεί τους άπληστους. Οπότε είναι δική σου επιλογή το αν θα πάρεις αυτό το ρίσκο ή όχι. Και φυσικά πρέπει να είσαι έτοιμος να υποστείς τις συνέπειες.

Το αγόρι επέλεξε να πάρει αυτό το ρίσκο. Επέλεξε να φύγει ελπίζοντας ότι αν επιστρέψει υπάρχει η πιθανότητα να τη βρει ακόμα εκεί, στην αναμονή. Η αναμονή, όμως, δεν κρατάει για πολύ. Είναι θέμα χρόνου να τη χάσει ολοκληρωτικά. Γιατί θα κουραστεί, θα προχωρήσει, θα ξενερώσει. Και τότε δε θα υπάρχει πισωγύρισμα.

Τότε θα έρθει το οριστικό τέλος. Οπότε, απλά το αγόρι παίζει με τη φωτιά. Παίζει με μια αντίστροφη μέτρηση που έχει ήδη ξεκινήσει. Αν δε δράσει γρήγορα πολύ φοβάμαι ότι θα μετανιώσει. Και το κακό είναι ότι θα μετανιώνει ίσως και για μια ζωή…

Αγαπητέ περίεργε και μπερδεμένε φίλε, ή τώρα ή ποτέ!

-Το «ό,τι καλύτερο σου έχει συμβεί»

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη