Όλα έγιναν ξαφνικά, μετά από ένα καλοκαίρι γεμάτο άγχος και στρες. Έχουν δίκιο τελικά όσοι λένε ότι ο έρωτας έρχεται εκεί που δεν τον περιμένεις. Κάπως έτσι συνέβη και με εμένα. Εκείνη την περίοδο το τελευταίο πράγμα που σκεφτόμουν και ήθελα στη ζωή μου ο έρωτας. Έ, τότε ήρθε. Όχι κεραυνοβόλα με πυροτεχνήματα, αλλά αθόρυβα. Ήταν λες και τον ήξερα πάντα. Η αλήθεια είναι ότι όταν τον πρωτογνώρισα δεν τον συμπάθησα και ιδιαίτερα. Μου έβγαζε ένα vibe κάπως σνόμπ και είχε και μια νοοτροπία αρκετά μακριά από τη δική μου. Μια άλλη θεωρία είναι ότι τα ετερώνυμα έλκονται. Spoiler alert: έλκονται αλλά πολύ γρήγορα απωθούνται θα πω εγώ.
Η επιστροφή στη δουλειά μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα ήταν πιο ομαλή αυτή τη φορά, αλλά η δουλειά ήταν το ίδιο βαρετή με πριν. Επιστροφή στην καθημερινότητα λοιπόν και όλα έμοιαζαν πιο πεζά και από ποτέ. Τη χρειαζόμουνα και λίγο αυτή τη βαρεμάρα για να ισορροπήσω, καθώς εκείνο το καλοκαίρι ήταν γεμάτο άγχος, στρες και άρνηση να γυρίσω σε μια καθημερινότητα που έκανε κακό στην ψυχική μου υγεία και το ήξερα. Μετά από κάποιο διάστημα εμφανίζεται εκείνος. Όχι τίποτα το ιδιαίτερο εκ πρώτης όψεως, μακριά από τα δικά μου γούστα, αλλά εξέπεμπε μια ασφάλεια. Κάθε φορά που βρισκόμασταν στο χώρο ένιωθα προστατευμένη, χωρίς όμως να το έχω επεξεργαστεί όλο αυτό. Ασυνείδητα έκανα τα πάντα για να βρίσκομαι κοντά του, χωρίς να ξέρω το γιατί. Μέσα σε όλα αυτά δεν ανέφερα και το πιο σημαντικό: πολύ πρόσφατα είχε μπει σε σχέση.
Ούτε είχα διανοηθεί να σκεφτώ ότι τον βλέπω αλλιώς, δεν το παραδεχόμουνα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Στην αρχή δε μιλούσαμε πολύ, είχε σχέση και το σεβόμουνα απόλυτα. Μπροστά στους άλλους έβαζα τη μάσκα του κάνω τη δουλίτσα μου και φεύγω και όντως το πίστευα.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα και είχαμε φτάσει μετά κόπων και βασάνων στα Χριστούγεννα. Μετρούσα τις μέρες αντίστροφα για την άδεια. Και τότε ξεκίνησαν όλα. Παραμονές των γιορτών αρρωσταίνουν όλοι οι συνάδελφοι της βάρδιας και μένουμε οι δύο μας. Ξεκινήσαμε να μιλάμε περισσότερο και έβλεπα από πλευράς του μικρές κινήσεις που δε σήμαιναν τίποτα άλλο πέρα από απλό νοιάξιμο για τη συνάδελφο. Στο δικό μου μυαλό όμως όλο αυτό κάπως άρχισε να παίρνει άλλη μορφή, καθώς είμαι ένα πλάσμα που έχει στερηθεί την αγάπη και τη συναισθηματική ασφάλεια. Μια από αυτές τις μέρες λοιπόν θα ήταν για εκείνον η χειρότερη της ζωής του. Ένα πολύ κοντινό του οικογενειακό πρόσωπο έπασχε από τη γνωστή ανίατη ασθένεια στο τελευταίο στάδιο και του είχε απομείνει το πολύ ένας χρόνος ζωής. Το διάστημα που ακολούθησε ήταν πολύ δύσκολο γι’ αυτόν, είχε γίνει σκιά του εαυτού του. Δεν έλεγε σε κανέναν την αλήθεια για την κατάσταση. Εγώ ήμουνα δίπλα του, όσο φυσικά μου το επέτρεπε ο ίδιος και ήμουνα και το πρώτο άτομο το οποίο το εκμυστηρεύτηκε. Ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα πολύ σημαντική. Στην πορεία συνέχισε να μου εκμυστηρεύεται πολλά για τη ζωή του.
Όσο περνούσε ο καιρός ξεκίνησε να συνειδητοποιεί και να αποδέχεται τη σοβαρότητα της κατάστασης, όσο σκληρό κι αν είναι αυτό. Σιγά σιγά ανοιγόμασταν ο ένας στον άλλον κι εγώ ξεκίνησα να δένομαι. Δεν έδωσε ποτέ κάποιο άμεσο δικαίωμα για κάτι παραπάνω. Ήταν όλα έμμεσα: μικρά σκηνικά ζήλιας, συζητήσεις και υποστήριξη…και το πιο βασικό: όταν ήμασταν μαζί και ενώ ήξερα ότι έχει κοπέλα φρόντιζε επιμελώς να μην αναφέρεται σε εκείνη και να κρύβει ό,τι έκανε μαζί της, ενώ στους υπόλοιπους -και φυσικά εν τη απουσία μου- τα έλεγε όλα σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Όταν χτυπούσε το κινητό του και εξαφανίζονταν για να μιλήσει, καταλάβαινα αμέσως ότι ήταν εκείνη, επειδή όλες τις άλλες φορές μιλούσε κανονικότατα. Όταν απαντούσε στα μηνύματά της επίσης το αντιλαμβανόμουν, γιατί φρόντιζε να το κινητό του να μην είναι στο οπτικό μου πεδίο. Και το κερασάκι στην τούρτα: μια μέρα τον πήρε τηλέφωνο, ενώ βρισκόμασταν στο ίδιο αυτοκίνητο -για λόγους δουλειάς εννοείται- και της το έκλεισε στα μούτρα. Ο συγκεκριμένος ποτέ και για κανένα λόγο δεν άφηνε κλήση αναπάντητη. Μέσα μου όσο παράλογο κι αν ακούγεται αυτό χαιρόμουν, γιατί ήξερα ότι ίσως κάτι νιώθει κι εκείνος. Βαθιά μέσα μου ήλπιζα ότι θα τη χωρίσει, όχι μόνο γιατί ήταν η μέρα με τη νύχτα-κυριολεκτικά και μεταφορικά- αλλά κυρίως γιατί έβλεπα ότι δεν είναι πραγματικά ερωτευμένος μαζί της.
Η συναισθηματική μου κατάσταση έφτασε να εξαρτάται από τη συμπεριφορά του και είχα φτάσει πλέον σε ένα σημείο που δε μου έφτανε μόνο να μιλάμε στη δουλειά, του ζήτησα λοιπόν να έρθει στα γενέθλια μου. Δε θα ήμασταν οι δυο μας και το ήξερε. Δεν αρνήθηκε την πρόσκληση. Απλώς δεν ήταν σίγουρος για την ώρα γιατί θα βρίσκονταν εκτός πόλης με τον μπαμπά του για κάτι εξετάσεις. Μάλιστα, μου είπε -πολύ πειστικά ομολογώ- ότι αν ξεμπέρδευε από το νοσοκομείο νωρίτερα σίγουρα θα έρχονταν. Αν δεν τα κατάφερνε θα μου έστελνε μήνυμα. Το μήνυμα δεν ήρθε ποτέ. Ήξερα ότι δε θα έρθει, αλλά ήλπιζα. Λίγες ώρες πριν βγούμε και για πολύ κακή του τύχη τον πέτυχα με την κοπέλα του. Με είδε. Θύμωσα πάρα πολύ, έκλαψα, τον έβρισα, αλλά ήθελα να τον ξεμπροστιάσω. Ε, λοιπόν βρήκα το θάρρος και το έκανα. Την επόμενη τον έπιασα και του είπα σε είδα εκεί, την τάδε ώρα. Ένιωσε φοβερή αμηχανία και προσπαθούσε να με καλοπιάσει. Ο θυμός κράτησε λίγες μόνο μέρες, δεν άντεχα να μη μιλάμε.
Ταυτόχρονα, όλοι μου οι φίλοι μου έλεγαν ότι κάτι δεν πάει καλά ούτε με τη δική μας «σχέση», αλλά ούτε με τον ίδιο ούτε με τη σχέση του. Έβλεπαν έναν άνθρωπο συμβιβασμένο που δεν είναι ερωτευμένος. Και γιατί δε χωρίζει ρε γαμώτο; Είχα αναρωτηθεί δεκάδες φορές.
Μην τα πολυλογώ συνεχίζαμε να μιλάμε, του ζήτησα να ανταλλάξουμε και social. Κοκάλωσε, είπε κάτι αόριστο του τύπου δεν ήξερα ότι έχεις. Τόσο καιρό βέβαια μια χαρά με έβλεπε φαρδιά πλατιά στα story της φίλης μου, αλλά δεν ήξερε.
Μια αποφράδα μέρα λοιπόν, αποφάσισα να του κάνω μια συζήτηση περί σχέσεων και να πάρω επιτέλους -έστω και έμμεσα- κάποιες ριμάδες απαντήσεις. Να μπορέσω λίγο να μπω στο μυαλό του. Με αφορμή λοιπόν τη σχέση μιας φίλης μου, του ξεκινάω μια κουβέντα περί συμβιβασμένων σχέσεων. «Ο έρωτας αγνοείται. Εγώ δε θα μπορούσα ποτέ να είμαι με κάποιον αν δεν είμαι ερωτευμένη και ότι δεν καταλαβαίνω πώς μερικοί το κάνουν» του είπα ευθαρσώς. Μονολογούσα προφανώς, διότι ο ίδιος με άκουγε σαν μαρμαρωμένος βασιλιάς χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη και ξεκίνησε να αισθάνεται φανερή δυσφορία. Ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. Δεν έβλεπε την ώρα να το βουλώσω, για να αλλάξει το θέμα. Κι ενώ η συζήτηση είχε πλέον αλλάξει προ ώρας, κάποια στιγμή ξεκίνησα να του λέω τι θέλω να κάνω με τη ζωή μου. Όχι κάτι τρελό ή άπιαστο κατά τη δική μου άποψη και γνωρίζοντας τον εαυτό μου αρκετά καλά. Η απάντηση που πήρα με ταρακούνησε. Ήταν λες και τον έβλεπα να κρατάει ένα τεράστιο red flag. «Μην τα θέλεις όλα ιδανικά». Τι; Πώς; Πού πήγε εκείνος ο υποστηρικτικός άνθρωπος που μιλούσαμε με τις ώρες;
Από τότε κάτι έσπασε μέσα μου. Τον νοιαζόμουν ήμουνα εκεί για ό,τι χρειαζόταν, αλλά μια σκέψη βασάνιζε το μυαλό μου: ακόμη και να μην είχε κοπέλα θα ήταν σύμφωνος με όσα κάνω; Με τις επιλογές μου, με τα πιστεύω μου, με όσα είμαι εγώ τέλος πάντων. Ήταν σαν ένα χαστούκι, που αν με ρωτάς είχε έρθει καιρό πιο πριν, αλλά αρνιόμουν να το νιώσω. Παραμυθιαζόμουν με το τίποτα. Ήξερα ότι είμαστε αντίθετοι κόσμοι αλλά πίστευα ότι ταιριάζαμε, έστω σαν φίλοι στο κάτω κάτω. Τον ήθελα στη ζωή μου άσχετα με το αν θα ήμασταν τελικά μαζί ή όχι.
Σε δύο μήνες και κάτι θα σταματούσαμε από τη δουλειά. Εγώ ακόμη και τότε ήθελα να κρατήσουμε επαφή, γιατί τον θεωρούσα σημαντικό, εκείνος πάλι ξεκίνησε να με αποχαιρετά με τον τρόπο του. Σταδιακά με απομάκρυνε και αυτό με πλήγωνε πραγματικά.
Η τελευταία μας μέρα θα μείνει πάντοτε χαραγμένη στη μνήμη μου. Φρόντισα έστω και για 5 λεπτά να μείνουμε οι δύο μας για να τον αποχαιρετήσω και να του πω ένα ευχαριστώ για όσα έκανε και να του ζητήσω συγνώμη αν τυχόν έκανα κάτι που τον πείραξε. Αμέσως χαμήλωσε το βλέμμα και κοίταξε αλλού. Ήταν σαν να ήθελε να μου πει κάτι. Το μόνο που κατάφερε τελικά να ψελλίσει ήταν: «Συγνώμη αν έκανα κάτι που σε στεναχώρησε. Σου εύχομαι τα καλύτερα». Ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. Συγνώμη γιατί; Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να είναι ειλικρινής ούτε μαζί μου, ούτε με τον ίδιο του τον εαυτό; Βούρκωσα, με έπιασαν τα κλάματα. Όσο και να κρατιόμουνα δεν μπόρεσα. Συνήλθα σχεδόν αμέσως, έπρεπε να τελειώσω τη βάρδια.
Ένα χρόνο μετά σχεδόν όλα έχουν αλλάξει. Πλέον έφυγα από αυτή την τ0ξική δουλειά που δε μου άξιζε και κυνηγάω το όνειρό μου. Είμαι αυτή που ονειρευόμουνα να γίνω ή τουλάχιστον είμαι σε αυτόν το δρόμο. Νιώθω πιο απελευθερωμένη από ποτέ και παρά τις δυσκολίες τα καταφέρνω.
Αν και δεν είχαμε ουσιαστικά κάτι σε ευχαριστώ γιατί με έκανες να καταλάβω ότι βάδιζα στη λάθος κατεύθυνση. Μπορεί να μη μάθω ποτέ αν ένιωσες κάτι για μένα ή ήμουνα απλώς ένα αποκούμπι σε μια δύσκολη στιγμή, αλλά δεν έχει πια τόση σημασία. Χάρη σε εσένα γίνομαι ο άνθρωπος που θέλω και δε συμβιβάζομαι. Όχι φίλε μου, τα όνειρα και οι φιλοδοξίες δεν είναι ουτοπία. Εύχομαι ολόψυχα κι εσύ να το καταλάβεις πριν είναι αργά.
Ε, ναι λοιπόν τα θέλω όλα ιδανικά, γιατί ξέρω ότι θα προσπαθήσω να κάνω τα όνειρά μου πραγματικότητα. Κι ακόμη κι αν δεν το πετύχω ξέρω ότι δεν έχω συμβιβαστεί.
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
