Πριν από κάποια χρόνια κυκλοφόρησε στα social media μία χιουμοριστική φωτογραφία με ένα ζευγάρι, όπου η γυναίκα κρατούσε εκτυπωμένες λίστες από συνομιλίες στο messenger και μιλούσε στον άντρα που καθόταν δίπλα της. Τα σχόλια ήταν κυρίως αστεία και εστιασμένα στην υπόθεση «ο δόλιος τώρα την έβαψε», «αυτή κράτησε αποδείξεις της βλακείας του» και άλλα συναφή. Παρόλο όμως που η υποτιθέμενη φωτογραφία χτύπησε καμπανάκι για πολλούς, φτάνουμε στο σήμερα όπου βλέπουμε όλο και πιο συχνά φίλους να μοιράζονται αναμεταξύ τους τις συνομιλίες και τα σκρίνσοτ με το άτομο που τους αρέσει. Και αν στην πρώτη περίπτωση οι εκτυπωμένες συνομιλίες ήταν πειστήρια εγκλήματος, οι μοιραζόμενες συνομιλίες με τους κολλητούς είναι πειστήρια ενδιαφέροντος. Ή μήπως όχι;
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Με τους κολλητούς μιλάς κυρίως για θέματα που δεν μπορείς να πεις αλλού και αυτά φυσικά είναι τα γκομενικά. Το πρώτο και σίγουρο που κάνουμε είναι να δείξουμε τις συνομιλίες. Όχι απλά να τα περιγράψουμε εμείς. Να τα δει ο κολλητός εκτενώς όλα και με κάθε λεπτομέρεια. Και μετά να αρχίσουν οι σχολιασμοί, οι αναλύσεις, οι οποίες θα γίνουν υπεραναλύσεις και μπορεί να καταλήξουμε και σε θεωρίες συνωμοσίας. Γιατί όμως αυτή η εμμονή; Γιατί πρέπει να δείξουμε τα μηνύματα σε όποιον κατέχει τον τίτλο του κολλητού; Ίσως γιατί θέλουμε κυρίως τη δική του γνώμη. Ίσως όμως να υπάρχει και μια άλλη πιο επιστημονική εξήγηση.
Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι μια τέτοια κίνηση είναι δείγμα ανασφάλειας, καθώς δεν είμαστε σίγουροι για τη δική μας «μετάφραση» των συμφραζόμενων και θέλουμε και μια δεύτερη γνώμη. Ή και μία τρίτη. Με δύο λέξεις, αποζητάμε την κοινωνική επιβεβαίωση, για να συνεχίσουμε σε ό,τι κάνουμε. Πολλές φορές είναι δείγμα ανασφάλειας, αλλά είναι και μια ανάγκη επιβεβαίωσης. Να ξέρουμε δηλαδή ότι αυτό που κρύβεται πίσω από τις λέξεις είναι αυτό που καταλάβαμε και αναλόγως συνεχίζουμε. Το πιο δύσκολο σημείο είναι να αποδεχτούμε την άλλη εκδοχή: αυτή δηλαδή που δε συνάδει με αυτά που εμείς θελήσαμε να καταλάβουμε. «Με θέλει με αυτό το μήνυμα που μου έστειλε;» ρωτάς τον κολλητό, και αυτός μπορεί να απαντήσει αρνητικά, δίνοντας τη δική του «εξωτερική» άποψη. Και τότε εύκολα η επιβεβαίωση μετατρέπεται σε απογοήτευση.
Εκτός όμως από αυτή την ψυχολογική άποψη, υπάρχει και ο στίχος «ζωή που δεν μοιράζεται, είναι ζωή κλεμμένη». Όταν ζεις κάτι δυνατό όπως ο έρωτας, επιβάλλεται να το μοιραστείς με τους κολλητούς. Ο έρωτας είναι ένα δυνατό συναίσθημα που μπορεί να φέρει και χαρά και πόνο. Ο λαός όμως λέει ότι όταν η χαρά μοιράζεται, είναι διπλή χαρά. Στο ίδιο μήκος κύματος, όταν ο πόνος μοιράζεται, είναι μισός πόνος. Και κάπως έτσι το στρες και το άγχος μειώνονται και οι επόμενες κινήσεις γίνονται πιο προσεκτικά. Οπότε το να μοιραστείς τη χαρά ή τον πόνο με το κολλητάρι επιτρέπεται και επιβάλλεται για λόγους ψυχολογικούς.
Επιπλέον, σε αυτή την κίνηση του μοιράσματος κρύβεται και η ανάγκη μας να βάλουμε συμπαραστάτες στην ιστορία μας. Σε μια σκακιέρα άλλωστε δεν παίζει μόνο ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Σε αυτή τη δική μας ερωτική ιστορία καλούμε τους φίλους – τους πραγματικούς φίλους, αυτούς δηλαδή που θα μας πουν την αλήθεια όσο σκληρή κι αν είναι αυτή – να παίξουν ένα μικρό ρόλο, χωρίς όμως να γίνουν αυτοί οι χειριστές των πρωταγωνιστών. Βρίσκονται απλά στο πλάνο σαν τον χορό στην αρχαία τραγωδία, που θυμίζει τα κακά και επιβραβεύει τα καλά της ιστορίας.
Αυτή η ιστορία των μηνυμάτων ανήκει σε έναν, και αυτός επιλέγει ποιον θα βάλει συμπρωταγωνιστή και ποιον θα αφήσει απ’ έξω. Ακόμα κι αν τα όρια της ανασφάλειας ξεπεραστούν – όπως πιστεύουν οι ψυχολόγοι – υπάρχουν οι πραγματικοί φίλοι για να απλώσουν χέρι βοήθειας. Μπορεί να είναι αυτοί που θα γράψουν μήνυμα για σένα, αλλά και αυτοί που θα σου πάρουν το κινητό από το χέρι, για να σταματήσεις να υπεραναλύεις το τίποτα. Όπως και να ’χει, το να δείξεις τα emojis και τα likes και να τα συζητήσεις με τους φίλους σου δεν είναι και τόσο κακό. Θα γίνει όμως κακό, όταν εσύ κάνεις τα ίδια λάθη, φοβούμενος να παραδεχτείς την πραγματικότητα, έτσι όπως σου την έγραψε στο messenger ο άλλος.
