

Πριν από λίγο καιρό προβλήθηκε στο Ertflix μία εξαιρετική μίνι σειρά 8 επεισοδίων με τον τίτλο «Three Pines» και πρωταγωνιστή τον Alfred Molina. Στη δραματική αυτή σειρά ο πρωταγωνιστής της ιστορίας καλείται να ερευνήσει κάποιους φόνους στην περιοχή του Quebec στον Καναδά, με την πρώτη υπόθεση να αφορά την εξαφάνιση μιας νεαρής ιθαγενούς από την περιοχή. Ίσως να είναι και η πρώτη φορά που βλέπουμε μέσα από μια σειρά να βγαίνει στην επιφάνεια το κίνημα Missing and Murdered Indigenous Women and Girls – ή αλλιώς MMIWG – το οποίο καταγράφει και ερευνά τις εξαφανίσεις και δολοφονίες αυτοχθόνων γυναικών στον Καναδά αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Βόρειας Αμερικής. Πλέον βέβαια στη βάση δεδομένων τους έχουν καταχωρηθεί περιπτώσεις και από άλλες χώρες του πλανήτη με ιθαγενείς και αυτόχθονες λαούς που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Μόνο όμως σε αυτές τις περιπτώσεις φυλών υπάρχουν ανοιχτές υποθέσεις εξαφανίσεων γυναικών ή μήπως υπάρχουν και σε άλλες χώρες ανά την υφήλιο;
Δεκέμβριος του 1990 και στο The New York Review of Books δημοσιεύεται ένα άρθρο του Νομπελίστα Amartya Sen, με τον εκκωφαντικό τίτλο «More than 100 million women are missing». Κάποιοι μίλησαν για υπερβολή τότε. Αλλά μετά από κάποια χρόνια τα λεγόμενα του Sen βγήκαν αληθινά. Μίλησε για την ανθεκτικότητα των γυναικών στις ασθένειες και για την λανθασμένη πεποίθηση ότι οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά σε σχέση με τους άντρες. Αυτό για τον Ινδό οικονομολόγο δεν ισχύει καθώς γνωρίζει πώς στη χώρα του αλλά και σε άλλες χώρες της Αφρικής και της Ασίας τα ποσοστά θνησιμότητας των γυναικών είναι υψηλά. Αυτό μπορεί να προκύπτει από την έλλειψη ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αλλά κυρίως από την έμφυλη βία.
Πηγή εικόνας: The Hundreds
Το κείμενο του Sen σήμερα είναι ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ. Εξαφανίσεις γυναικών και κοριτσιών σημειώνονται σε όλα τα μήκη και πλάτη της Υφηλίου και σε πολλές περιπτώσεις δεν ανοίγει ρουθούνι. Υπάρχουν πλέον χώρες –γνωστοί ταξιδιωτικοί προορισμοί- που έχουν χαρακτηριστεί ως «επικίνδυνοι» για τις γυναίκες. Πιο συγκεκριμένα το Μεξικό και η Νότια Αμερική αριθμούν ένα μεγάλο πλήθος γυναικών δολοφονημένων αλλά και εξαφανισμένων, για πολλές από τις οποίες οι υποθέσεις τους μπήκαν στο αρχείο. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι υποθέσεις του MMIWG στον Καναδά. Στην Ινδία η λίστα των εξαφανισμένων κοριτσιών μεγαλώνει μέρα με την μέρα, καθώς εκεί κυρίως το trafficking βρίσκει τα περισσότερα θύματά του. Και φυσικά μπορούμε να θυμηθούμε και μια ακόμα πιο βάναυση περίπτωση εξαφάνισης πάνω από 500 γυναικών και κοριτσιών στη Βόρεια Νιγηρία από την εξτρεμιστική ισλαμική τρομοκρατική οργάνωση Boko Haram. Στην 63σέλιδη αναφορά του Human Rights Watch στις 27 Οκτωβρίου του 2014, οι απαγωγές και εξαφανίσεις των κοριτσιών της περιοχής αποσκοπούσαν στην υλοποίηση βεβιασμένων γάμων, δουλείας, sex slavery αλλά και βιασμών, με τις μαρτυρίες των θυμάτων που απέδρασαν να είναι συγκλονιστικές.
Πηγή εικόνας: The Review of Journalism
Βλέπουμε όμως ότι τόσο σε εμπόλεμες ζώνες, όσο και χώρες που ζουν ειρηνικά, οι εξαφανίσεις των γυναικών και των κοριτσιών είναι σύνηθες φαινόμενο. Όταν ο όρος «γυναικοκτονία» αρχίζει και εμφανίζεται πιο συχνά στους δέκτες μας – είτε στέκεται νομικά είτε όχι- παρατηρούμε ότι πληθαίνουν οι φωνές για την έμφυλη βία κατά των γυναικών. Κάποιες φωνές ειδικότερα αναφέρουν ότι στην περίπτωση των γυναικών και των κοριτσιών δεν υπάρχει καν ενδιαφέρον να γίνει έρευνα. Και οι περισσότερες υποθέσεις απλά μένουν στα αρχεία και σκονίζονται σε κάποιο υπόγειο.
Όπως στην περίπτωση της Ashley Loring Heavyrunner, η οποία εξαφανίστηκε το 2017 στην Ινδιάνικη Επαρχία Blackfeet της Μοντάνα. Η κινητοποίηση της οικογένειας της απλά ανέδειξε μια αλήθεια που δύσκολα χωνεύεται: την αδιαφορία των τοπικών αρχών –παρόλο που ενεπλάκη και το FBI- στην έρευνα για την εξαφάνιση της 20χρονης αυτής ιθαγενούς. Και η λίστα με τις υποθέσεις των ιθαγενών κοριτσιών που δεν ερευνήθηκαν σωστά μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
Αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω, το 1960 στη Βόρεια Καρολίνα στις ΗΠΑ εξαφανίστηκε μια μαύρη έφηβη, η Carol, από την ίδια περιοχή ενώ λίγο αργότερα άλλες πέντε κορίτσια μπήκαν στη λίστα των εξαφανισμένων κοριτσιών. Σε μια εποχή όπου ο ρατσισμός για το χρώμα του δέρματος γνώριζε μέρες δόξας, ήταν αναμενόμενο η εξαφάνιση 6 έγχρωμων κοριτσιών να μείνει στα αζήτητα και οι αρχές να μην πράξουν τα δέοντα. Πριν από λίγες μέρες βγήκε στην κυκλοφορία το βιβλίο της Kristen L. Berry με τίτλο «We don’t talk about Carol», βασισμένο στην εξαφάνιση των νεαρών αυτών κοριτσιών, τα οποία ποτέ δεν ξεχάστηκαν από τις οικογένειές τους.
Αυτή τη στιγμή στο Μεξικό και στη Λατινική Αμερική αγνοούνται πάνω από 80000 γυναίκες με τις αρχές να αδιαφορούν και να τις καταχωρούν ως απλούς «φυγάδες». Εκεί άρχισαν να συστήνονται ομάδες από τις μητέρες τους – ονομάζονται «madres buscadoras» οι οποίες συνεχίζουν μόνες τους τις έρευνες, για να βρουν τα παιδιά τους. Αρκεί να θυμηθούμε την περίπτωση της μητέρας Ελένης Φωτιάδου, η οποία δεν πίστεψε ποτέ ότι η κόρη της Εύα αυτοκτόνησε, και δε δίστασε να βγει στη «πιάτσα» και να βρει η ίδια τους δολοφόνους και τους βιαστές της κόρη της. Έχουν όμως όλες οι μάνες το κουράγιο και τη δυνατότητα να κάνουν αυτά που θα έπρεπε να κάνει η δικαιοσύνη και το κράτος;
Πηγή εικόνας: Agencia Presentes
Αν προσπαθήσουμε να καταγράψουμε τους λόγους της αδιαφορίας των αρχών και γενικότερα των κοινωνιών πάνω στις εξαφανίσεις των κοριτσιών, ίσως θα πρέπει να αναφερθούμε σε ακόμα περισσότερες υποθέσεις που μπήκαν στο αρχείο. Τα κοινά τους σημεία όμως λίγο πολύ τα γνωρίζουμε. Κάποιοι δε θέλουμε να τα ακούμε, κάποιοι δε τα παραδέχονται. Ο σεξισμός και η έμφυλη βία είναι μορφές ρατσισμού που έχουν εισχωρήσει σε πολλά κοινωνικά κλιμάκια. Κάποιοι θεωρούν ακόμα και τώρα τις γυναίκες ως άτομα με μειωμένη νοητική ικανότητα, για αυτό και γράφουν τη λέξη «φυγάς» ευκολότερα. Εκτός όμως από αυτές τις μορφές ρατσισμού, έχουμε και τις περιπτώσεις του «ωμού» ρατσισμού ως προς το χρώμα του δέρματος, την καταγωγή αλλά και την κοινωνική τάξη. Αρκεί να θυμηθεί κανείς την υπόθεση της Gabby Petito και το «missing white woman syndrome».
Οι περισσότερες υποθέσεις των εξαφανισμένων γυναικών έχουν αρχίσει και μιλάνε για μια μορφή ρατσισμού, ναι μεν «άγνωστη» δημοσιογραφικά, αλλά ευρύτερα γνωστή. Πλέον οι οργανισμοί για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών μιλούν για συστημικό ρατσισμό. Είναι εκείνο το «καρκίνωμα του ρατσισμού» που έχει φωλιάσει μέσα στους θεσμούς, ειδικά στους νόμους και στη δικαιοσύνη, αλλά και σε άλλα μέρη της κοινωνίας. Είναι αυτές οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις που έχουν καταφέρει να γίνουν νόμοι για τους λίγους. Είναι συνήθως αόρατος αλλά είναι εκεί. Δίπλα ακόμα και σε αυτούς που δεν τον βλέπουν ή τον αγνοούν. Εκτός από τις εξαφανισμένες γυναίκες, μπορούμε να τον δούμε στο κίνημα «I can’t breath» ή στην αντιμετώπιση των Ρομά στις Ευρωπαϊκές χώρες.
Πηγή εικόνας: Διεθνής Αμνηστία
Οι εξαφανίσεις των κοριτσιών και των γυναικών, είτε πρόκειται για μετανάστριες, ιθαγενείς, έγχρωμες κ.α., είναι θύματα του συστημικού ρατσισμού, ο οποίος ακόμα και σήμερα τις αντιμετωπίζει ως άτομα λιγότερο σημαντικά για την κοινωνία. Εκτός όμως από το σύστημα που τις εξαφανίζει και αυτό με το δικό τους τρόπο, μερίδιο ευθύνης έχει και μια κοινωνία που σιωπά. Είτε γιατί δε την αφήνουν να μιλήσει, είτε γιατί δε μπορεί, είτε γιατί δε θέλει «να μπλέξει». Κάθε σιωπή όμως θεωρείται καταδικαστέα και συνεργός σε ένα έγκλημα που κάποια μέρα μπορεί να το βρεις μπροστά σου. Όταν λοιπόν η σιωπή γίνει φωνή και τα θύματα βρούνε τη στήριξη και την υποστήριξη που αρμόζει σε κάθε άνθρωπο, τότε μόνο μπορεί να αλλάξει μια κοινωνία. Το να κατηγορούμε τους θεσμούς ότι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους είναι εύκολο. Να μην ξεχνάμε όμως ότι όλοι έχουμε μερίδιο ευθύνης. Και αυτοί που δεν μίλησαν, όταν έπρεπε, αλλά και αυτοί που σιώπησαν.