Βαριά κουβέντα, το ξέρω. Μα ούτε εσύ, αλλά ούτε εγώ η ίδια δεν μπορώ να αδικήσω τον εαυτό μου. Έχω το δικαίωμα να το πω κι, αλήθεια, δεν το μετανιώνω. Για να έφτασα σε σημείο να το ξεστομίσω, εγώ η συγκρατημένη, που πάντα βουτούσα τη γλώσσα μου στο μυαλό μου πριν ξεστομίσω οτιδήποτε -γιατί ήξερα πως η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει, αλλά μπορεί τόσα εύκολα να τα τσακίσει. Φαντάσου λοιπόν πως έφτασα στο χείλος του γκρεμού.

Κι από εκεί τελικά έπεσα. Τόσο εύκολα, τόσο αβίαστα απλώς αφέθηκα στη δίνη. Δεν ξέρω αν πρέπει να ρίξω την ευθύνη σε σένα. Μπορεί να φταίω κι εγώ. Άλλωστε δε δίσταζα και πολύ να αφήνω τον εαυτό μου. Μερικές φορές ήμουν κι εγώ η ίδια που επίτηδες έπαιρνα φορά για να πέσω ή έβαζα τρικλοποδιά στον εαυτό μου.

Πάντως το σίγουρο είναι ότι δε μετάνιωνα για τα λάθη που έκανα. Δεν παραμύθιαζα τον εαυτό μου ότι όλα αυτά θα μου γινόντουσαν μαθήματα και στο πέρασμα του χρόνου εμπειρίες που θα μπορούσα να συζητάω με την παρέα μου. Αλλά, διάολε, ήσουν το μόνο πράγμα που μετάνιωσα μέχρι τώρα. Δεν ξέρω αν ήταν η ματιά που σου έριξα εκείνη την ημέρα ή αν ήταν οι κουβέντες που ανταλλάξαμε. Αλλά αλήθεια αναρωτιέμαι πόσα πράγματα θα είχα προλάβει να σώσω αν δεν πήγαινα εκείνη τη συγκεκριμένη ώρα να πάρω τσιγάρα; Ή αν δε σε έβλεπα το επόμενο βράδυ στο αγαπημένο μου στέκι να με κοιτάς χαμογελαστός, λες και με περίμενες.

Τότε μπορεί να μην ξυπνούσα και να κοιμόμουν με το τηλέφωνο δίπλα μου, με την προσμονή ενός μηνύματος ή μιας κλήσης. Μπορεί να μη μετρούσα τις ώρες και τα λεπτά που τόσο αργά περνούσαν μέχρι να σε δω. Μπορεί να μην έκλαιγα, να μη στεναχωριόμουν που μου έλειπες. Γιατί όντως μου έλειπες. Η καλημέρα σου, που πάντα μου έφτιαχνε τη διάθεση ακόμα κι αν δεν είχα κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ. Το χαμόγελό σου, που με έκανε να τρέμω ολόκληρη κάθε φορά που ήξερα πως προοριζόταν μόνο σε μένα.

Δε σε μισώ. Πιο πολύ με μένα τα βάζω. Γιατί μέρα με τη μέρα ήξερα πως σε ερωτευόμουν και δεν έκανα τίποτα για να με σταματήσω, έστω μια προσπάθεια κι ας πήγαινε στα χαμένα. Για να πω ότι κάτι έκανα, κάπως προφύλαξα τον εαυτό μου πριν πληγωθώ. Μου την έδινε όμως που σε είχα τόσο ανάγκη, μου την έδινε που με τον καιρό βάσιζα την ευτυχία μου πάνω σου. Και ήρθε μια μέρα που το βάρος έγινε αβάσταχτο κι από ‘κει που μου προκαλούσες ευτυχία, κατέληξες να με ρίχνεις όλο και περισσότερο στο πάτο.

Από ‘κει που ένιωθα καλά, ξεκίνησα να χαλιέμαι ακόμα και για τα πιο μικρά πράγματα. Να χάνω εμένα, την αυτοσυγκράτησή μου, τον εγωισμό μου. Να έχω ένα μόνιμο άγχος, μια ανησυχία που δεν έφευγε μέχρι να σε δω. Έγινα κάτι που δεν ήξερα πώς να διαχειριστώ, φοβόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Πνιγόμουν στις ανασφάλειες ενώ έψαχνα απεγνωσμένα για ένα σωσίβιο που ποτέ δεν ήρθε. Με είχαν καταβάλει οι ίδιες μου οι σκέψεις, σαν φαντάσματα που σε στοιχειώνουν όταν βρίσκεις έστω και για λίγο ηρεμία.

Μη νομίζεις ότι σε μισώ. Άλλωστε τι λόγους έχω; Επειδή δεν κατάφερες ποτέ να με δεις έτσι όπως σε είδα εγώ; Ή επειδή εγώ σε ερωτεύτηκα ενώ δεν ήξερες πού σου πάνε τα τέσσερα; Άνθρωπος είσαι κι εσύ. Το ίδιο όμως κι εγώ. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά ότι σεβάστηκες τα αισθήματά μου ή ότι προσπάθησες να φερθείς σωστά χωρίς να εκμεταλλευτείς έστω και λίγο την συμπάθεια που σου είχα. Εντάξει, ρε παιδί μου, ήθελες και εσύ να νιώσεις λίγο καλά.

Απλώς ξέρεις τι κατάλαβα; Αναλώθηκα, μωρέ, ενώ δε με έπαιρνε ούτε στο ελάχιστο. Διέλυσα ό,τι είχα προσπαθήσει τόσο καιρό να φτιάξω. Μη νομίζεις, πληγωμένη ήμουν κι όταν σε γνώρισα, αλλά με έκανες να πω το «δε γαμιέται» και να παραβλέψω τις μαλακίες του παρελθόντος.

Τώρα το τι θα γινόταν άμα τα πράγματα πήγαιναν έτσι όπως ήθελα, δεν το ξέρω. Εξάλλου ποτέ δεν έμαθα να πηγαίνω με το «αν». Ίσως ήταν ωραία, ίσως πάλι να ήταν και χάλια. Το «μετά» όμως δε το μάθαμε κι ούτε πρόκειται. Αυτό ίσως να είναι και το μεγαλύτερο μου παράπονο.

Πάντως σε ευχαριστώ που μου θύμισες πώς είναι ο έρωτας, άσχετα αν δεν ανταπέδωσες. Όμως, όχι, από τα βάθη της καρδιάς μου θα ήθελα να μη σε ξέρω. Να μην είχα αναμνήσεις απ’ τις ατελείωτες ώρες που περνούσαμε μαζί. Να μη θυμόμουν την αγκαλιά σου και το ήρεμο άγγιγμά σου στα μαλλιά μου. Ας ήσουν ένα μελανό σημείο, ένα απέραντο κενό.

Να ήσουν, τέλος πάντων, ένας άγνωστος που κάποτε ήξερα καλά.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη