Οι λέξεις είναι περίεργα πλάσματα. Παίρνουν αμέτρητες μορφές, ακολουθούν διάφορους τόνους. Μπερδεύονται και στροβιλίζονται ανάλογα τα κέφια τους. Από τότε που κατάλαβαν πως οι άνθρωποι τις χρησιμοποιούσαν για εφήμερους και δόλιους σκοπούς, αποφάσισαν να ανήκουν μόνο στον εαυτό τους. Δεν κάνουν πολλά χατίρια και δε χαρίζονται σε κανέναν. Και κάπως έτσι, ξένες κατάντησαν να ακούγονται, άγνωστες για πολλά χείλη, που κάποτε γέμιζαν ολόκληρα στόματα και έσπερναν την ευτυχία, όπου ακουγόντουσαν. Όμορφες εποχές, όπου οι άνθρωποι ήξεραν να λογαριάζουν τις λέξεις τους και δεν τις σκορπούσαν όπου έβρισκαν.

Κάπου, όμως, μέσα στο χάος και τη βαβούρα, ανάμεσα στις αιώνιες υποσχέσεις και τις λέξεις γεμάτες συναισθήματα, υπάρχουν και κάποιοι που τις μετράνε μία-μία. Δεν τις σκορπίζουν αριστερά και δεξιά, δε λογαριάζουν το φόβο της μοναξιάς ή τον ενθουσιασμό του πρώτου έρωτα. Τις λένε όταν πρέπει να της πουν, χωρίς να λογαριάσουν ώρες και εποχές. Τις κάνουν δικές τους, σαν ήταν από καιρό, γίνεται ένα με εκείνους.

Γιατί είναι ωραίες αυτές οι λέξεις, που κάνουμε δικές μας. Μπορεί να έχουν χιλιοειπωθεί, να έχουν μοιραστεί αριστερά και δεξιά, κι’ όμως όταν ακουστούν από τα σωστά χείλη, να είναι λες και τις ακούς πρώτη φορά. Αυτό συμβαίνει με το «σ’ αγαπώ». Μια έκφραση που ακούμε στην τηλεόραση, τη διαβάζουμε σε βιβλία, τη φωτογραφίζουμε σε τοίχους. Μία έκφραση που σχεδόν βαρεθήκαμε να ακούμε, γιατί χρησιμοποιήθηκε με χίλιους τρόπους, ξέβαψε στο στόμα πολλών που προσπάθησαν να την εκμεταλλευτούν και στο άκουσμά της, ίσως και να μας ξεφύγει κάποιο γέλιο.

Έτσι γίνεται με όλα τα πράγματα πάνω στη γη που τα καταστρέφεις λίγο-λίγο. Ξεθυμαίνουν. Άλλωστε, τι να τις κάνεις πλέον τις λέξεις; Κι’ αυτές μόλις ειπωθούν, τρέχουν να φύγουν με τον αέρα και μπορούν να ξεχαστούν μέσα σε δευτερόλεπτα. Το θέμα με τις λέξεις είναι να τις κάνεις δικές σου. Να γίνονται οι ταυτότητές του. Έτσι και με το «σ’αγαπώ». Το «σ’ αγαπώ» είναι η ταυτότητά μας. Από τον τρόπο που θα το ξεστομίσουμε, μέχρι τον τρόπο που θα το δείξουμε. Δε γίνεται να το ντύνουμε με χιλιοφορεμένα ρούχα. Δε γίνεται να το μοιράζουμε σε όποιον τύχει και μας το ζητήσει. Ίσως να βρούμε ένα παρόμοιο με το δικό μας, αλλά ποτέ δε θα είναι το ίδιο και έτσι πρέπει να γίνεται στη ζωή.

Δε γίνεται να αγαπάμε όλοι με τον ίδιο τρόπο, ούτε γίνεται να το δείχνουμε όπως ακριβώς το δείχνουν οι άλλοι. Μπορεί η αγάπη να είναι ίδια συναισθήματα, αλλά οι άνθρωποι διαφέρουν, κι’ αυτό είναι το πιο όμορφο πράγμα. Σημασία έχει το «σ’ αγαπώ» να το κάνεις δικό σου. Να δίνεις το χρώμα που σ’ αρέσει, τον τόνο και τη συχνότητα που θέλεις να το λες και ποτέ, μα ποτέ δε θα ακουστεί το ίδιο. Δε θα είναι η ίδια αγκαλιά μετά από ένα μακρύ διάστημα που έχετε να ιδωθείτε, δε θα είναι η ίδια αίσθηση του φιλιού που δίνετε, για να χαιρετηθείτε. Δε θα είναι ίδιο το χαμόγελο, μετά από μια δύσκολη μέρα, δε θα είναι ίδια η αναμονή.

Γιατί τα «σ’ αγαπάω» δεν είναι ίδια και δε θα έπρεπε να είναι. Ποιος ο λόγος, άλλωστε, να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο; Πώς θα ξεχωρίσεις; Πώς θα αφήσεις το δικό σου σημάδι; Γιατί έτσι είναι με τα «σ’αγαπώ». Αφήνουν πάνω σου σημάδια, άλλες φορές που ξεθωριάζουν μέσα στο χρόνο, κι’ άλλες που τα βλέπεις κάθε μέρα και πιο έντονα. Γιατί η αγάπη δεν μπορεί να μπει σε κουτάκια, ούτε να γραφτούν οδηγίες χρήσης για το πώς πρέπει να εκφράζεται, πότε και σε πόσο βαθμό. Η αγάπη δεν ακούει κανόνες, δεν έχει τρόπους. Δεν τιθασεύεται ούτε έχει ιδιοκτήτη. Μεταφέρεται από άνθρωπο σε άνθρωπο, σ’ αφήνει λίγο να την ακουμπήσεις και φεύγει.

Κι έτσι, οι άνθρωποι μαθαίνουν να την εκτιμούν περισσότερο, γιατί την ψάχνουν και τη βρίσκουν στα πιο απίθανα μέρη. Σ’ ένα χαμόγελο, ένα πιάτο φαγητό, ένα μικρό δώρο, μια αγκαλιά, ένα μήνυμα. Ξεπηδάει από μέρος σε μέρος και κάπως ξεκινάει ένας ατέρμονος αγώνας για να τη βρουν. Μερικές φορές, τη βρίσκουν και δε τους κάνει, άλλες νομίζουν ότι τη βρήκαν, κι’ άλλες ακόμα την αναζητούν. Γιατί πάντα θα νομίζουν πως οι άνθρωποι που ταιριάζουν είναι εκείνοι που αγαπούν με τον ίδιο τρόπο. Που να ‘ξεραν όμως πως αγαπιέσαι περισσότερο, όταν προσπαθείς να ανακαλύψεις τον τρόπο.

Συντάκτης: Χριστίνα Νικολοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου