Είμαστε κάποιος που παρόλο που είχε έναν πολύτιμο θησαυρό στα χέρια του δεν μπορούσε να τον χαρεί, για τρεις λόγους: Καταρχάς, φοβόμασταν ότι εποφθαλμιούσαν το θησαυρό μας κι ότι μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να μας τον κλέψουν. Κατά δεύτερον, δεν ήμασταν βέβαιοι αν αξίζαμε αυτή την τύχη. Και, τέλος, ήταν πολύ βαρύς ένας τόσο μεγάλος θησαυρός.

Έτσι, θάψαμε το θησαυρό μας σ’ ένα μυστικό μέρος, προκειμένου ν’ αποδεσμευτούμε προσωρινά απ’ το βάρος του. Μα όταν επιστρέψαμε μετά από λίγο καιρό για να τον ξεθάψουμε, δεν μπορούσαμε να τον εντοπίσουμε κι επιδοθήκαμε, έτσι, σ’ ένα κυνήγι χαμένου θησαυρού, χωρίς προβλεπόμενο αποτέλεσμα.

Σ’ αυτό το σημείο, ας πούμε πως ο θησαυρός μας συμβολίζει μια σχέση που είχαμε, στην οποία ανυψώσαμε τόσο πολύ το σύντροφό μας, που τον θεωρούσαμε ανεκτίμητο. Έχοντας, λοιπόν, την πεποίθηση πως είχαμε κάτι εξαιρετικά πολύτιμο στα χέρια μας, δεν μπορούσαμε ν’ απολαύσουμε τη συνύπαρξη μαζί του για τους ίδιους λόγους: Μας κατέβαλλε ο φόβος μήπως και μας έπαιρνε κάποιος άλλος το σύντροφό μας, αισθανόμασταν πως δεν ήμασταν άξιοί του και τέλος, δεν μπορούσαμε να σηκώσουμε το βάρος μιας τέτοιας μεγάλης τύχης.

Έτσι, η σχέση έπρεπε προσωρινά να θαφτεί, προκειμένου ν’ αποδεσμευτούμε απ’ το βάρος μιας τόσο μεγάλης τύχης. Κι όσο και να περιγελαστεί ως συναίσθημα, μπορεί να γίνει πράγματι βασανιστικό το να συνυπάρχεις με κάποιον που έχεις τόσο πολύ θεοποιήσει.

Αναπόφευκτα, λοιπόν, ύστερα από καιρό, μπορεί να αναζητήσουμε ξανά το «χαμένο θησαυρό» μας ή τη σχέση που θάψαμε απ’ την ανασφάλειά μας κι αν δεν μπορέσουμε να την βρούμε, δε θα σταματήσουμε ποτέ να την ψάχνουμε, βάζοντας έτσι τον εαυτό μας σ’ ένα παράξενο κυνήγι χαμένου θησαυρού.

Καταρχάς, γινόμαστε ο περίγελος των οικείων μας, αφού μας βλέπουν να ψάχνουμε για ένα «χαμένο θησαυρό», που πολύ πιθανόν να μην καταφέρουμε να βρούμε ποτέ. Με λίγα λόγια, αφού βλέπουν πως δεν υπάρχουν ενδείξεις που να προμηνύουν ότι θα είμαστε ξανά με το σύντροφό μας μάς αποθαρρύνουν με την εισήγησή τους να πάψουμε να τον αναζητάμε. Ωστόσο, εμείς είμαστε πεπεισμένοι πως κάποια στιγμή θα ξαναβρούμε τη χαμένη σχέση μας, παρ’ όλες τις πρώτες αποτυχημένες προσπάθειές μας και παραμερίζουμε κάθε φιλική παρότρυνση που μας προσφέρεται.

Η προσήλωσή μας στο χαμένο θησαυρό μας μάς κάνει να μην μπορούμε να δούμε τίποτα άλλο. Πιστεύοντας τόσο βαθιά πως θα ανακτήσουμε τη χαμένη σχέση μας, δεν προσέχουμε άλλους ανθρώπους κι απορρίπτουμε, μ’ αποστροφή μάλιστα, το ενδεχόμενο να έρθουμε κοντά με κάποιον άλλον, αφού στο μυαλό μας κυριαρχεί η αντίληψη πως θα καταλήξουμε με το σύντροφο που θέλουμε και πως, κάποια στιγμή, θα βρούμε το χαμένο θησαυρό μας.

Όταν μπούμε στη διαδικασία να αναζητήσουμε μια σχέση που θάψαμε, λόγω της ανασφάλειάς μας και μόνον, βλέπουμε πως ο χρόνος δεν αποδυναμώνει καθόλου τη θύμησή της. Ενώ θα περίμενε κανείς πως με το πέρασμα του χρόνου θα ξεχνούσαμε το σύντροφό μας, όσο περνά ο καιρός τόσο πιο εξιδανικευμένος θα εμφανίζεται στο μυαλό μας. Οι αποτυχημένες προσπάθειές μας να τον βρούμε ξανά, επομένως, όχι μόνο δεν αποδομούν την εικόνα του στα μάτια μας, αλλά την κάνουν όλο και πιο θελκτική.

Αν αποκτήσουμε κάποτε ένα θησαυρό, λοιπόν, πρέπει να ξέρουμε απ’ την αρχή πως –αφού δεν τον κλέψαμε κι αφού δεν τον πήραμε με ανήθικο τρόπο– δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε πως δεν τον αξίζουμε και να τον θάψουμε, προκειμένου ν’ απαλλαγούμε απ’ το βάρος της τύχης που μας δόθηκε.

Αν το κάνουμε, μετά θα πρέπει να μπούμε σε μια διαδικασία αναζήτησής του, που μπορεί, όμως, να μην έχει καλό αποτέλεσμα, όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε σ’ αυτό.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη