Ζηλέψαμε, αγαπητοί φίλοι, όλα όσα είδαν τα ματάκια μας το καλοκαίρι με τους λεφτάδες και τα μοντέλα στις Μυκόνους και στις Ίμπιζες, βρήκαμε κι ολίγον ήλιο αυτές τις μέρες κι είπαμε με τη μανούλα και το κορίτσι να δοκιμάσουμε κι εμείς για μία φορά να ενσωματωθούμε στο life style. Τι κάναμε; Πήγαμε σε glamour fish restaurant νοτίων προαστίων, επάνω στην ακτογραμμή με το κυματάκι να μας γαργαλάει τα απαυτά. Ακούστε τι έγινε.

Σκάει, που λες, ο δικός σου στο καραχλιδάτο ρεστοράν και με το ταπεινό του Citroen C3, όπου του κρεμόταν ο αριστερός καθρέφτης. Το δίνω στον παρκαδόρο να μου το παρκάρει ανάμεσα στα καγιέν. Γέλασαν κι οι αστακοί. Αλλά καθόλου ρατσιστής ο πάρκμαν, έχουν δει κι έχουν δει τα ματάκια του σπαγκοραμμένους με πόρσε κι ανοιχτοχέρηδες με σκαραβαίους, και κράτησε ουδέτερη στάση. Επαγγελματίας.

Το λοιπόν, μπουκάρουμε στο μαγαζί, όπου στα αριστερά καθώς μπαίνεις, υπάρχει βιτρίνα με ψαρούκλες. Σαν τα pet shop ένα πράμα, παιδιά μου, μόνο που εδώ τα pet δεν τα λες και πολύ ζωντανά. Φρέσκα μπορεί, ζωντανά όχι. Εκεί, που λέτε, φάτσα μόστρα έχει απλωθεί ωσάν την κοιμωμένη του Χαλεπά, μια συναγριδάρα 125 κιλά και περιμένει τον πεινασμένο εφοπλιστή να του κάνει τα γλυκά ματιά. Τζουτζούκο, ουουου!

Κι η μοιραία συνάντηση δεν άργησε να ‘ρθει. Τσούρμο με ραμολιμέντα βουπού, σίξτι και βάλε, μπουκάρει αργά και βασανιστικά στο μαγαζί, όπου ο αρχηγός –και πιο λεφτάς– στέκει αγέρωχος με την μπαστούνα του μπροστά στη βιτρίνα. Το ματάκι, αν και με διακόσιους βαθμούς πρεσβυωπία, ξεχωρίζει αμέσως τη συναγριδάρα. Εδώ που τα λέμε, λίγο δύσκολο να την έχανε, διότι ήτο σε μέγεθος μαμούθ αλλά τέλος πάντων.

Ο μπάρμπας, που λέτε, με αρχοντικό ύφος και δίχως να κάνει παζάρια σαφώς, δίνει εντολή στον υποτακτικό αρχισερβιτόρο να του την ετοιμάσουν για ξεκοκάλισμα. Ωιμέ, άμοιρο ζωντανό, σε έφαγε το γήρας. Του ρίχνει μια τελευταία εξονυχιστική ματιά, μην τυχόν και του κάνουν καμιά λαμογιά οι μετρ και του στείλουν κανένα άλλο μπαγιάτικο αδερφάκι του στο τραπέζι, και κάνει νόημα στο υπόλοιπο μπούγιο να προχωρήσει.

Καμιά εικοσαριά σερβιτόροι σαν ενοχλητικό κοπάδι μέλισσες συνοδεύουν το γκρουπ γηροκομείου προς τον τελικό στόχο. Κάτι σαλιγκάρια και δυο χελώνες τους προσπερνούν. Η προσοχή που δίνουν οι σερβιτόροι είναι αξιοσημείωτη κι αυτό γιατί φοβούνται μην τυχόν κάνας θείος φάει καμιά σαβούρντα και του φύγει ο γοφός για 256η φορά και μετά κλάφ’ τα, Χαράλαμπε, πάει το πουρμπουάρ. Κι άντε να τους συνοδεύσεις κιόλας μέχρι το Ασκληπιείο Βούλας. Γκαντεμιά και με τη βούλα, που λέμε.

Εμείς λίγο πιο μπροστά, παρατηρητές της όλης φάσης εκαθόμαστε σε ένα ταπεινό πλην κυριλέ τετραθέσιο τραπεζάκι, όπου άλλοι δύο ευγενέστατοι σερβιτόροι μας αμολάνε τα μενού. Εμείς τους λέμε ότι θα πιούμε ένα καφεδάκι πρώτα και μετά θα παραγγείλουμε. Αυτοί γνέφουν συγκαταβατικά, αλλά με φόβο ψυχής μήπως και τους κάνουμε χαλάστρα σαββατιάτικο και τους κρατήσουμε τραπέζι φάτσα θάλασσα μόνο για καφέ. Το πιάνω και πιάνω ένα μενού στο καπάκι, και καλά να το εξετάσω, για να τους καθησυχάσω. Κάπως έστρωσαν.

Η ώρα κυλούσε ευχάριστα και το θαλασσινό αεράκι μας χαϊδολογούσε απαλά το πρόσωπο. Το καφεδάκι μας είχε σχεδόν τελειώσει κι ήρθε η ώρα της παραγγελίας. Ανοίγουμε ξανά το μενού. Ε, θα τα στάξουμε, το ξέραμε. Ήταν απ’ τις λίγες φορές που κοίταγα τα περιεχόμενα από δεξιά προς αριστερά, δηλαδή πρώτα τις τιμές. Ε, ναι, ρε παιδιά, τι να κοιτάξω, να πω «α, τι ωραίες γαρίδες, πιάσε ένα κιλό μάστορα» και μετά να δω δίπλα 80 ευρώ το μουστάκι και να ξενερώσω; Είμαι πρακτικός τύπος. Από 20 ευρώ και κάτω κοιτάμε και προς τα αριστερά. Για πάμε.

Ε, παραγγέλνουμε εκεί ένα κουστουμάκι περίπου στο κατοστάρικο για τρία άτομα και περιμένουμε. Επί της αναμονής, λοιπόν, για να επανέλθουμε στο προηγούμενο σκηνικό, η παρέα των ναυτοπροσκόπων είναι ακριβώς μπροστά μας, σαφώς κολλητά με κύμα και περιμένει κι αυτή. Ώσπου –οπ– καταφτάνει το θαλάσσιο κήτος μαζί με κάτι συνοδευτικά, πάνω σε ένα τεράστιο δίσκο ως άλλη Κλεοπάτρα,αλλά με λέπια. Μαλάκα μου, τι πτώμα ήταν αυτό.

Ο γέρο-αρχηγός, γεμάτος αυταρέσκεια και ξέροντας ότι απ’ τα διπλανά τραπέζια τους έχουν φύγει τα σαγόνια, δίνει εντολή στα σερβιτόρια να κάνουν νεκροψία-νεκροτομή στη συναγρίδα. Αυτοί δε χάνουν καιρό, και με αστραπιαίες κινήσεις Τσάκι Τσαν, τεμαχίζουν το άτυχο ζωντανό σε ίσες μερίδες. Αλλά όχι, δε φτάνει μόνο αυτό. Πρέπει να βγάλουν κι από κάθε μερίδα τα κόκκαλα.

Τσίκι τσίκι, λοιπόν, με περίσσια δεξιοτεχνία, αφαιρούν μικροχειρουργικά και την παραμικρή υποψία κόκκαλου που θα μπορούσε να ενοχλήσει τους γαλαζοαίματους ουρανίσκους και σερβίρουν με ταχύτητα τα πιάτα. Κατενθουσιασμένοι οι συνδαιτυμόνες, πέφτουν με τα μούτρα στην ψαρούκλα, αφήνοντας για μετά τα ταπεινά καλαμαροχτάποδα που περιφερόταν ολούθε των μαχαιροπίρουνων.

Καλά, ρε πούστη μου, λέω, άντε, να το καταλάβω να σου το ανοίξουν και να στο μοιράσουν ισομερώς το ψαράκι, για να μη γίνει καμιά μάχη πάνω απ’ τον μακαρίτη. Να κάτσει, όμως, ο δύσμοιρος σερβιτόρος να σου αφαιρέσει ένα-ένα τα κοκκαλάκια, λες και παίζει στον τελικό του MasterChef δεν είναι λίγο κάπως; Εμ, έτσι είναι, αγόρι μου, μου λέει η μαμά, άμα έχεις λεφτά πληρώνεις για να έχεις το φουλ σέρβις. Αλήθεια, έτσι είναι;

Όχι, δεν είναι έτσι, αγαπητοί μου. Κι εντάξει, δε θα τσινήσω τόσο πολύ που κάποιος σερβιτόρος προσφέρεται να σου βγάλει τα κόκκαλα απ’ το ψάρι. Είναι και σωτήριο κάποιες φορές. Αλλού είναι το θεματάκι. Το θεματάκι είναι όταν νομίζεις ότι ως πελάτης έχεις πάντα δίκιο και θεωρείς ότι είναι οκ να πηδάς τον άλλο επειδής πλερώ.

Ίσως το προαναφερθέν παράδειγμα δεν είναι τόσο αντιπροσωπευτικό, αλλά με αφορμή αυτό, σκεφτείτε πόσες φορές συναντήσαμε άτομα με τη νοοτροπία του «άσ’ τα, μωρέ, θα τα μαζέψει ο σερβιτόρος», ή που θα πουν «δεν πειράζει να τα κάνω και λίγο πουτάνα, θα σφουγγαρίσει η καθαρίστρια», ή «χέστηκα που χύθηκαν τα σκουπίδια έξω απ’ τη σακούλα, θα τα μαζέψει ο σκουπιδιάρης», ή «δεν πειράζει να κάνω ένα κουβάρι όλα τα ρούχα που δοκίμασα, θα τα διπλώσει η πωλήτρια». Ίσως να το κάναμε κι εμείς οι ίδιοι κάποτε ασυναίσθητα. Ας το βάλουμε κάτω να δουλέψει και να σκεφτούμε ότι ίσως δεν είναι ευχαρίστησή τους να το κάνουν, κι ας μας χαμογελούν ευγενικά.

Έχω γνωρίσει αρκετούς τέτοιους. Και φίλους, και συγγενείς, και γνωστούς που θεωρούν ότι ο κόσμος όλος γεννήθηκε για να τους υπηρετεί. Και προσέξτε, δεν το κάνουν επειδή είναι σκατοχαρακτήρες. Το κάνουν γιατί απλά έτσι έμαθαν. Έτσι τους έμαθαν οι γονείς τους κι αυτοί με τη σειρά τους δυστυχώς θα μεταφέρουν αυτή τη συμπεριφορά και στα παιδιά τους.

Με όλη μου την αγάπη θα ήθελα να τους πω ότι υπηρεσίες, ναι, μπορείς να αγοράσεις, αλλά η μη προσποιητή ευγένεια, ο αληθινός σεβασμός κι η πραγματική εκτίμηση είναι υπηρεσίες που δεν αγοράζονται, αλλά κερδίζονται. Αν βολεύεσαι με τα δήθεν, αυτό είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί, και τότε δε θα σου αρέσει καθόλου.

Τελειώσαμε με το φαγητό μας και ζητήσαμε λογαριασμό. Ο σερβιτόρος ήρθε και μας έφερε το συνολάκι. Ρίξαμε μια ματιά στο διπλανό τραπέζι, όπου τα παλικάρια το ‘χαν ρίξει στο γλυκό. Μιλφείγ. «Τι λέτε να πάρουμε κι εμείς;» «Ναι, αμέ.» Παραγγέλνουμε. Κοιτάζω ξανά δίπλα. Βλέπω ένα σερβιτόρο όπου η μανδάμ τον έχει βάλει να της ξεσκονίζει την άχνη. Όχι, εντάξει, πλάκα κάνω, όμως θα μπορούσαμε να την δούμε τη σκηνή σε ένα remake της Μαντάμ Σουσού. Αλλά μόνο εκεί. Έτσι;

Συντάκτης: Παναγιώτης Λαμπρίδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη