Θυμάμαι κάποτε να ακούω αυτήν την έκφραση, το ότι «όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο», και να αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν δύο τόσο αντίθετες έννοιες να συνδυάζονται, σε οποιοδήποτε επίπεδο. Το παιδικό μυαλό μου αδυνατούσε να καταλάβει, βλέπεις, από έρωτες κι από πολέμους. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι το ένα σκότωνε το άλλο, είτε για το καλύτερο είτε για το χειρότερο.

Ποτέ δεν μπήκα στη διαδικασία να το ψάξω περισσότερο. Τα χρόνια πέρναγαν κι εγώ έπεφτα όλο και πιο βαθιά στο λαγούμι των σχέσεων, εκείνο που γράφεις στο βιογραφικό σου σαν εμπειρία και νομίζεις ότι σε βοήθησε να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο κόσμος γύρω σου, μετά από μια-δυο ερωτικές απογοητεύσεις. Η ερωτική ζωή μου έγινε κι αυτή ρουτίνα, καθώς και θέμα συζήτησης με διάφορους γνωστούς και φίλους, που βίωναν παρόμοιες με τις δικές μου καταστάσεις, κάνοντάς με να νομίζω πως έτσι έχουν τα πράγματα. Μα πώς ήταν δυνατόν αυτά που διάβαζα στα βιβλία να απείχαν τόσο απ’ την πραγματικότητά μου; Γιατί βάφτιζα το μυθιστόρημα ουτοπικό και τον έρωτα που πίστευα ότι ζούσα αρκετό;

Βολεύτηκα. Αυτό έπαθα, όπως και τόσοι άλλοι. Κάποτε ονειρευόμουν πρίγκιπες και κάστρα, μα αργότερα κάποιος μου ψιθύρισε ότι τα κάστρα τα χτίζουν μόνες τους οι πριγκίπισσες, και πως τα βασιλόπουλα συνήθως χάνονται στον δρόμο. Έτσι, βολεύτηκα στα λίγα, στα επίγεια, στα συνηθισμένα. Στις εξόδους στο σινεμά, στα δήθεν ακριβά γεύματα, στις βόλτες σε κάποια απρόσωπη φωτισμένη πόλη. Κοίταζα τον άνθρωπο που είχα δίπλα μου κι ήξερα ότι ήθελα περισσότερα απ’ το χαμόγελό του, περισσότερα απ’ το τυπικό, σχεδόν καταχρασμένο «σ’ αγαπώ» του πριν πέσω για ύπνο δίπλα του. Μα δεν τολμούσα να ζητήσω τίποτα. Συνέχιζα να παίζω το παιχνίδι που ήξερα πως σιχαινόμουν όλο και περισσότερο μέρα με την ημέρα. Να χαμογελάω σε σαχλά αστεία, να λέω «σ’ αγαπώ» πιο συχνά κι από «καλημέρα», να ντύνομαι όμορφα και να διαφημίζω τον σύντροφό μου στον κόσμο, υπερηφανευόμενη ότι εγώ έπιασα το όνειρο, εκείνο που όλοι έψαχναν μα δεν έβρισκαν πουθενά.

Ένα βράδυ, εκείνος ο άνθρωπος που στεκόταν δίπλα μου στη ζωή μου, αποφάσισε να με πάει σε μια απομακρυσμένη παραλία. Τίποτα το ιδιαίτερο, τίποτα το κακό. Μπήκαμε στο αμάξι και ταξιδέψαμε σχεδόν, αφήνοντας την πόλη και τα εστιατόρια και τα σινεμά πίσω μας, μαζί με τα βάσανα και τα άγχη και τις ρουτίνες μας. Εκείνο το βράδυ, περάσαμε ώρες ολόκληρες αγκαλιά, χαζεύοντας τα αστέρια. Ένα μελωδικό αεράκι γαργάλαγε τα αφτιά μου, το φεγγάρι χάιδευε το σώμα μου τρυφερά και το πρόσωπο του αγαπημένου μου έμοιαζε διαφορετικό, πιο όμορφο απ’ ό,τι συνήθως. Όλα έμοιαζαν τέλεια, βγαλμένα από βιβλίο. Όταν ξύπνησα στο κρεβάτι μου, το επόμενο πρωί, νόμιζα ότι το ονειρεύτηκα. Πώς ήταν δυνατόν να είχα ζήσει κάτι τόσο άψογο, κάτι τόσο ποιητικό; Είχα μάθει καλά πια ότι τέτοια πράγματα οι άνθρωποι μπορούν μονάχα να τα φανταστούν.

Ποιον να ρωτήσω, ποιος ήξερε να μου πει; Αφού το είχα δει, το είχα αγγίξει, το γνώριζα πια, το συναίσθημα αυτό που λέγεται «έρωτας» –εκείνο για το οποίο γράφονται τραγούδια κι ιστορίες και ποιήματα, εκείνο που τρελαίνει τους ανθρώπους, που τους μεταλλάσσει, που τους κάνει αγνώριστους– υπήρχε, το ήξερα, δεν υπήρχε αμφιβολία. Κι ο έρωτας υπήρχε, κι η μαγεία, κι ας έλεγαν όλοι ότι όλα είναι παραμύθια για παιδιά, παραμύθια που δεν πρέπει να πιστεύουμε.

Κι όσο το συναίσθημα πάλευε με τη λογική, το μυαλό κόντευε να πάρει φωτιά. Ο πόλεμος που γινόταν μέσα μου είχε ανάψει μια τεράστια πυρκαγιά στο βλέμμα μου, κι εγώ έβλεπα πια τον κόσμο με άλλο μάτι. Πόσο λάθος έκανα τόσα χρόνια, τελικά!

Αν όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο, το συναίσθημα μπορούσε χωρίς κανένα πρόβλημα να κερδίσει τη μάχη του. Αν όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο, τίποτα δε με εμπόδιζε πια απ’ το να ζήσω αυτό που έζησα πάνω από μία φορά. Κανείς δε με εμπόδιζε απ’ το να πιστέψω σε κάτι άλλο απ’ αυτό που μου υπαγόρευαν τόσα χρόνια. Το ήθελα το ρομάντζο μου, το ήθελα το παραμύθι μου, τη μαγεία μου, την αγάπη, τον έρωτα. Ήθελα τόσα πολλά, τόσα περισσότερα από πριν. Κι ένιωσα μικρή ξανά, αγνή, αγαθή. Ζήταγα τόσα πολλά, αλήθεια; Τόσα πολλά που ήταν αδύνατον να τα ‘χω;

Αν όλα επιτρέπονται στον έρωτα, τότε γιατί τον φοβούνται όλοι τόσο πολύ, γιατί κανείς δεν τον ζει στο έπακρον; Γιατί οι άνθρωποι δε λένε τι νιώθουν απευθείας, γιατί δεν κάνουν τεράστιες χειρονομίες αγάπης, αν το νιώθουν; Γιατί λένε ψέματα, γιατί βολεύονται, γιατί δε δίνουν όλο τους το είναι, γιατί δεν παραδίνονται άνευ όρων; Γιατί δεν εμπιστεύονται το πιο θεϊκό συναίσθημα που υπάρχει;

Φοβάσαι μην πληγωθείς, αυτό φταίει. Κι εγώ το φοβάμαι, κι όλοι μας. Η καρδιά μας είναι εύθραυστη και δε μας αρέσει όταν ραγίζει. Μα, αλήθεια, θα διαλέξεις να την προστατεύσεις από κάτι που δεν είσαι βέβαιος ότι θα γίνει, και θα αφήσεις την πιθανότητα του να ζήσεις κάτι φανταστικό να ξεγλιστρήσει μέσα απ’ τα χέρια σου; Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό πλάσμα που μπορεί να ερωτευτεί, και στην εποχή μας έχει μάθει να σνομπάρει τον έρωτα και να επιλέγει τον άλλο, τον εύκολο, τον ασφαλή δρόμο, εκείνον που του υπόσχεται ότι δε θα τον πληγώσει, αλλά που δε θα του προσφέρει και τίποτα θαυμαστό ή συγκλονιστικό.

Ας αφεθούμε, επιτέλους! Ας ζήσουμε κάθε αίσθημα στο απόλυτο. Τίποτα δε μας κρατάει, πέρα απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο. Ας πολεμήσουμε για τον ολοκληρωτικό έρωτα, λοιπόν!

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη