Μερικές φορές έχουμε την ανάγκη να ‘ναι όλα ρόδινα, να μην έχουμε να σκεφτούμε τίποτα το βράδυ πριν κοιμηθούμε, να πειστούμε για την ευτυχία μας, ν’ αφήσουμε πίσω μας χωρίς ίχνος νοσταλγίας ό,τι μας παίδεψε και να ηρεμήσουμε. Ωστόσο, αυτό το αδιάκοπο κυνήγι της ευτυχίας και το γεγονός ότι θεωρούμε πως είναι κάτι άπιαστο μας οδηγεί σε επιλογές που στην πραγματικότητα την απομακρύνουν από μας, αντί να τη φέρνουν λίγο πιο κοντά.

Κι επειδή μας έχουν περάσει τόσο πολύ την ιδέα της συνεχούς εξέλιξης, θεωρούμε πως όταν προχωρούμε μπροστά κάνουμε πάντοτε το σωστό. Έτσι, προσπερνάμε οτιδήποτε φθείρει το παρόν μας, με την ελπίδα ότι στο μέλλον θα εξανεμιστεί, καθώς τα βήματά μας προς το ιδανικό που ‘χουμε πλάσει θα γίνονται γρηγορότερα και μεγαλύτερα. Μα αν δε βάλεις κάτω τα πράγματα, αν δεν προσπαθήσεις να λύσεις αυτό που δυσχεραίνει τη ζωή σου τώρα, θα σε κυνηγάει επ’ αόριστον και πολύ πιθανόν να επιδεινωθεί.

Κρατιούνται χρόνια χέρι-χέρι, ρίχνουν ο ένας στον άλλον βλέμματα που προωθούν την ιδέα της ευτυχίας, λες κι είναι κάποιο προϊόν που πρέπει πάση θυσία να πωληθεί, μα τα σώματα είναι  πλέον τόσο σφιγμένα που ασφυκτιούν ακόμα και στην πιο αδιάφορη αγκαλιά τους. Πέφτουν στο κρεβάτι το βράδυ και συνομιλώντας κάνουν τον απολογισμό της ημέρας, τι έγινε, τι έφταιξε, τι πήγε σωστά και τι λάθος. Κι εκεί που τα αίματα κοντεύουν ν’ ανάψουν απ’ την κόντρα που διαχέεται απ’ τον φόβο ανάληψης όποιας ευθύνης, κι οι δύο σταματούν επειδή, είπαμε, είναι ευτυχισμένοι κι οι ευτυχισμένοι κι ερωτευμένοι άνθρωποι είναι καλά μεταξύ τους, δε μαλώνουν κι όλα πηγαίνουν όπως πρέπει. Δίνουν δυο φιλιά, όπως αρμόζει σε κάθε ευτυχισμένο ζευγάρι, ή απλά γυρνούν τις πλάτες, αφού αύριο έτσι κι αλλιώς θα ξαναμιλήσουν, αφού ζουν μαζί και μια αποτελεσματική συμβίωση απαιτεί μια στοιχειώδη επικοινωνία για να επιτευχθεί.

Σε πολύ λίγο καιρό αρραβωνιάζονται και το συντομότερο δυνατόν παντρεύονται, επειδή το γοργόν και χάριν έχει. Δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν κι οτιδήποτε δίνει μια υποψία φθαρτού και προβληματικού είναι απλά αποτέλεσμα καχυποψίας κι υπερβολής, οπότε δε δίνουν και μεγάλη σημασία, εξάλλου η αγάπη δεν είναι το αντίδοτο για όλα;

Κι όμως, η αγάπη απ’ τη μία είναι αναγκαία σε μια σχέση, διότι αν και κυκλοφορούν πολλοί ορισμοί, σίγουρα σημαίνει πραγματικό ενδιαφέρον και φροντίδα για τον άλλον, τρυφερότητα και σεβασμός, απ’ την άλλη, δεν είναι επαρκής, αν η φλόγα έχει σβήσει κι αν τα προβλήματα κι οι σκοτούρες κατακτούν την πρωτιά στη ζωή τους. Εκείνοι αγαπιούνται και σίγουρα δεν μπορούν ο ένας χωρίς τον άλλον κι η δύναμη της συνήθειας ποτέ δεν είναι αμελητέα, γι’ αυτό και θεωρούν ότι η επισφράγιση της σχέσης τους με όρκους και δηλώσεις αιώνιας αγάπης, με βέρες, λευκά νυφικά και σχετικές γραφειοκρατικές διαδικασίες είναι η απόδειξη ότι όλα βαίνουν καλώς και στο μέλλον ακόμα καλύτερα.

Η επισημοποίηση λαμβάνει χώρα με τον γνωστό σχεδόν πάντα τρόπο, οι οικογένειες ανταμώνουν, γίνονται όλα με τη σειρά που πρέπει να γίνουν κι όσοι δε γνώριζαν γι’ αυτή τη σχέση τώρα γνωρίζουν σίγουρα. Στην πραγματικότητα, ενώ πίστεψαν ότι πραγματοποιούν ένα βήμα για τη σχέση τους που θα επιβεβαιώσει την ιδανική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, το βήμα αυτό δε δίνει μια νέα πνοή στη σχέση, αλλά περισσότερο αφορά όλους τους υπόλοιπους που πλέον γνωρίζουν για το ζευγάρι και μάλιστα θεωρούν ότι έχουν ανοίξει θέσεις για παιδιά.

Για πόσο ακόμα θα προσποιούνται ότι δεν τρέχει τίποτα; Και πλέον επίσημα μαζί, δεν προσποιούνται μόνο στους εαυτούς τους ότι όλα είναι καλά αλλά και στους άλλους. Ήταν η τελευταία τους προσπάθεια να διορθώσουν αυτό που μέσα τους ήξεραν ότι έμπαζε από παντού, κι ας μην το παραδέχονταν ποτέ. Και μετά χώρισαν, γιατί όσο να ‘ναι ο γάμος συμβολίζει τη σταθερότητα και το πρόβλημα συνέχισε σταθερά να υπάρχει. Είχε πάρει, βέβαια, κι άλλες πιο μεγάλες διαστάσεις, γιατί η φουρτούνα των υποχρεώσεων και των ευθυνών είχε δυναμώσει τόσο, που είχε πάρει σβάρνα ακόμα και το ελάχιστο διάστημα που κάθονταν μαζί απέναντι απ’ την τηλεόραση κι ήξεραν ενδόμυχα πως υπέμεναν σε κάτι ήδη γκρεμισμένο. Πλέον δεν είχαν χρόνο ούτε γι’ αυτό το θεατρικό σκετς, διότι οι ώρες της δουλειάς είχαν αυξηθεί για να θρέψουν οι γονείς το παιδί που ήθελε αγκαλιά και φιλί για να κοιμηθεί.

Κι αυτοί σαν μικρά παιδιά πλέον είχαν πάψει να δίνουν αγκαλιές και φιλιά κι έτσι το μυαλό τους δεν κοιμόταν ποτέ πραγματικά, πότε από σκέψεις, πότε από άγχη, πότε απ’ την ιδέα να τα παρατήσουν όλα και να δραπετεύσουν απ’ τη φυλακή στην οποία επέλεξαν να ζουν. Κι έτσι έκαναν.

Η επισημοποίηση δεν ήταν, τελικά, ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχία, αλλά πιο κοντά στην αλήθεια την οποία πάσχιζαν τόσο καιρό να κρύψουν. Τα νυφικά, οι γαμήλιες τούρτες, τα ταξίδια του μέλιτος ήταν ό,τι έπρεπε για να στολίσουν τη βιτρίνα που θέλει ο κόσμος να βλέπει, αλλά όχι τη βιτρίνα όπου καθρεφτιζόταν η αγάπη τους. Διότι αυτή τα μόνα στολίδια που ζητούσε ήταν ο διάλογος, η διεκδίκηση, το πάθος κι ο έρωτας που είχαν αφήσει στην άκρη.

 

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη