«Μέτρον άριστον» έλεγαν οι αρχαίοι ημών. «Χαλάρωσε λίγο, φιλαράκι» λέμε σήμερα. Ποιο το νόημα και στις δύο εκδοχές; Πως ό,τι κι αν κάνουμε, ό,τι κι αν νιώθουμε, πρέπει να κρατάμε το μέτρο. Να μην το τραβάμε απ’ τα μαλλιά. Κοινώς, όχι υπερβολές, παιδιά. Το καθετί έχει τα όριά του. Αν αυτά τα όρια ξεπεραστούν, οι συνέπειες που πιθανώς να ‘χουμε να αντιμετωπίσουμε μπορεί να προβούν ζημιογόνες με ανεπανόρθωτες επιπτώσεις, τόσο σωματικές όσο και ψυχικές. Μπορούμε, όμως, από μόνοι μας να θέσουμε όρια και μέτρα στον εαυτό μας; Κι αν ναι, πόσο μπορούμε να τα εφαρμόσουμε και να τα τηρήσουμε;

Φαντάσου μια μέρα κουραστική. Απ’ το πρωί στους δρόμους γιατί πολλή η δουλειά, τα εργαστήρια στη σχολή συνεχόμενα και πολύωρα, ε, τι να σου κάνει κι εκείνο το κουλούρι Θεσσαλονίκης που έφαγες πριν από δεκαπέντε ώρες; Και βλέπεις το ρολόι και περιμένεις πώς και τι τη στιγμή που θα πας σπίτι σου, θα κάνεις ένα ντουζάκι και μετά θα κάτσεις να φας! Ω, ρε μάνα μου. Θα γίνει σφαγή. Θα αδειάσει το ψυγείο. Και, ναι, η ώρα εκείνη έρχεται. Κι, όντως, αδειάζεις το ψυγείο. Μετά όμως; Στην καλύτερη περίπτωση σκέφτεσαι τα κιλά που πήρες. Αν και το πιο πιθανό είναι να σκέφτεσαι πως αυτό θα ‘ναι το τελευταίο σου βράδυ. Κι αν επιβιώσεις απ’ τις καούρες, ορκίζεσαι στον εαυτό σου πως ποτέ δε θα ξαναφάς τόσο πολύ. Για σκέψου, όμως. Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να την ξαναβγάλεις με ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης. Και θα θυμάσαι εκείνη την τελευταία πιρουνιά τηγανητές πατάτες που δεν μπόρεσες τότε να φας και θα μετανιώνεις. Θα σου λείπουν.

Είσαι μόνος σου. Ο έρωτάς σου έχει γίνει πλέον πρώην. Πάει καιρός που έφυγε. Κι εκεί που έχεις συνηθίσει τη μοναξιά σου κι έχεις αποδεχτεί το γεγονός πως έτσι θα ‘ναι από εδώ και πέρα, απ’ το πουθενά σκάνε εκείνα τα μάτια που σου ξυπνάνε συναισθήματα που είχες ξεχάσει πώς είναι να τα νιώθεις. Που ίσως και να είχες ξεχάσει πως υπάρχουν. Και ξαφνικά θέλεις να δώσεις. Να δώσεις ψυχή και σώμα στον άνθρωπο αυτό. Στα μάτια αυτά. Και δίνεις. Δίνεις την ψυχή και το σώμα σου, δίνεις όλο σου το είναι, χωρίς να περιμένεις υποχρεωτικά ανταπόδοση. Δίνεις γιατί έτσι νιώθεις. Αν γίνουν αποδεκτά κι εκτιμηθούν, έχει καλώς. Αν πάλι όχι; Τότε τι κάνεις; Τα ζητάς πίσω; Τα μαζεύεις απ’ τα σκουπίδια γιατί εκεί κατέληξαν; Δε νομίζω. Μάλλον χαμογελάς στον εαυτό σου και λες «Δεν πειράζει».

Προσέφερες ό,τι είχες. Κι ας ήταν για ‘σένα τουλάχιστον ό,τι σου απέμεινε. Γιατί, ασυναίσθητα, απ’ το μυαλό σου θα περάσει κι ο πρώην έρωτας. Και σε αυτόν είχες δώσει τα πάντα. Σε υπερβολικό βαθμό. Και ξέρεις πως ό,τι σου απέμεινε, όσο κι αν ακούγεται λίγο, είναι κι αυτό τα πάντα. Γιατί αυτό πλέον είναι ό,τι έχεις να δώσεις. Δεν κράτησες, όμως, τίποτα για ‘σένα. Για άλλη μια φορά. «Υπερβολικέ τύπε» θα σε πουν. Και θα σου υπενθυμίσουν την έννοια του μέτρου.

Να σου πω, όμως, κάτι; Τι πάει να πει «μέτρο»; Και τελικά ποια η έννοια της υπερβολής; Μπορείς να βάλεις μέτρο στην πείνα σου; Ειδικά όταν σε έχει καταβάλει; Δε νομίζω. Θα κάτσεις και θα φας του σκασμού. Μπορείς να οριοθετήσεις τα συναισθήματά σου; Δηλαδή, τι να κάνεις; Να πεις ότι θα δώσεις τα πάντα, αλλά μέχρι εκεί που σε παίρνει ώστε να διαφυλάξεις και την προσωπική σου γαλήνη; Όχι, φίλε μου.  Όταν πεινάς θα κάτσεις να φας. Όχι όσο πρέπει. Όσο θέλεις να φας. Κι αν πεινάς πολύ, θα φας πολύ. Θέλεις να δώσεις σε κάποιον την ψυχή σου; Θα τη δώσεις ολόκληρη. Δε θα κρατήσεις τίποτα για ‘σένα. Γιατί αυτή είναι η δοτικότητα. Η δοτικότητα απαιτεί υπερβολή. Ο έρωτας απαιτεί υπερβολή. Η αγάπη δε χωράει σε μεζούρες.

Κι αν για κάποιους θεωρείσαι υπερβολικός, να θυμάσαι πως για ‘σένα είσαι ασυμβίβαστος. Αν θέλεις και δεύτερη μερίδα, θα φας και δεύτερη μερίδα. Αν θέλεις να δώσεις όλο σου το είναι σ’ έναν έρωτα, θα δώσεις τα πάντα σου. Χωρίς όρια. Χωρίς περιορισμούς. Χωρίς συμβιβασμούς.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Ευσταθιάδης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη