Μια όμορφη χροιά, ένας προσεγμένος τόνος, μία καλλιεργημένη άρθρωση ή ένα εκλεπτυσμένο λεξιλόγιο φαίνεται να είναι αρκετά για να ενθουσιάσουν, να κεραυνοβολήσουν ή ακόμα και να εξιτάρουν κάποιον που πέφτει στην κατηγορία των «φετιχιστών φωνών».

Κι ενώ το γούστο είναι επιβεβαιωμένα η πιο υποκειμενική έννοια που υπάρχει στον πλανήτη, ξεκινώντας από τις γεύσεις και τα φαγητά και καταλήγοντας σε ερωτικές προτιμήσεις, με χιλιάδες διαφορετικά, σπάνια και συχνά, ιδιαίτερα, τρελά ή ακόμα και φαινομενικά παράλογα φετίχ να παίρνουν όνομα και ορισμό τα τελευταία χρόνια, η συγκεκριμένη πηγή έλξης φαντάζει εντελώς άκακη και αγαθή, μιας και οι άνθρωποι που τη νιώθουν δε χρειάζονται τίποτα παραπάνω από μια φωνή για να ερωτευτούν.

Πολλοί παρομοιάζουν το φετίχ αυτό με τον τρόπο που οι άνθρωποι ακούνε τα τραγούδια. Κάποιοι δίνουν περισσότερη σημασία στους στίχους, άλλοι στο ρυθμό, άλλοι στη μουσική ενώ άλλοι επικεντρώνονται απόλυτα στη φωνή του τραγουδιστή. Έτσι και οι άνθρωποι εκείνοι που έχουν μια ιδιαίτερη αδυναμία στις φωνές που ακούν γύρω τους, αντί να επιλέγουν -συνειδητά ή ασυνείδητα- το ερωτικό τους ταίρι βάσει των χαρακτηριστικών του προσώπου του, του στυλ του ή του χαρακτήρα του, διεγείρονται ή ξενερώνουν ανάλογα με την ιδιαιτερότητα του ήχου τους.

Εδώ, όπως καταλαβαίνεις, δε μιλάμε για μια απλή έλξη, φυσικά. Σε πολλούς από εμάς, άλλωστε, έχει τύχει να γαληνέψουμε με τη φωνή κάποιου ή να σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να περάσουμε ώρες ολόκληρες να τον ακούμε να μιλά. Αναλύοντας τους φετιχιστές φωνών, βρίσκουμε πως δε χρειάζονται τίποτα παραπάνω από το άκουσμα μιας φωνής για να ερωτευτούν ή να ερεθιστούν, μιας και τίποτα άλλο δεν τους επηρεάζει τόσο όσο αυτή. Πρόκειται για μια προτίμηση που ξεφεύγει απ’ τη νόρμα και πλέον δεν εντάσσεται στις γνωστές και συχνές αδυναμίες, αλλά σε ισχυρές μορφές ικανοποίησης ενδόμυχων ενστίκτων.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την επιστήμη, πίσω από κάθε φετίχ κρύβεται μία μικρή -ή μεγάλη- «ανωμαλία» στα ερεθίσματα που υπέστη ο εκάστοτε άνθρωπος κατά την ερωτική του ωρίμανση. Είναι αληθές ότι το ανθρώπινο μυαλό αρχίζει να αντιλαμβάνεται κάποια βασικά αναπαραγωγικά ένστικτα από την ηλικία των τριών και τεσσάρων ετών, όποτε και αναγνωρίζει και εξερευνά το σώμα του, ακόμα και τις αντιθέσεις του με άλλα σώματα. Ακόμα κι αν η πραγματική αναπαραγωγική διαδικασία δεν ενεργοποιείται μέχρι μία αρκετά αργότερη ηλικία, ο ανθρώπινος νους «τσιμπάει» δεδομένα από τότε, φορμάροντας μία εξατομικευμένη και ιδιαίτερη εικόνα του τι αντιπροσωπεύει την ερωτική πράξη γι’ αυτόν.

Πολλές φορές, όμως, κάποιο από αυτά τα ερεθίσματα που τυχαία ή μη παρουσιάζονται στο νεαρό παιδί σε στιγμές που αποθηκεύει πληροφορίες για το συγκεκριμένο κομμάτι, δεν εμπίπτει στα συνήθη και «κλασικά» στάνταρ της θεματικής. Αυτό σημαίνει πως, μεγαλώνοντας στη ζωή του και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της ήβης (εφηβείας), το άτομο αρχίζει να παρατηρεί πως το σώμα του αντιδρά διαφορετικά σε διαφορετικά πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις.

Οι φετιχιστές, λοιπόν, είναι αυτοί που σε εκείνη ακριβώς τη φάση αρχίζουν να παρατηρούν πως το μυαλό τους φιξάρει και το σώμα τους διεγείρεται από κάτι που δε συμπίπτει με τα αντίστοιχα, ίσως πιο κοινά, γούστα των συνομηλίκων του. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση που εξετάζουμε, το σημείο το οποίο αλλάζει το παιχνίδι είναι τα χαρακτηριστικά ορισμένων φωνών.

Οι πιο αγαπημένες φωνές των φετιχιστών φωνών, σύμφωνα με τα στατιστικά, είναι οι βαθιές και λίγο άγριες φωνές για τους άντρες και οι γλυκές και κατά κάποιον τρόπο ιδιαίτερες φωνές για τις γυναίκες. Και πάλι, όμως, χρειάζεται ο καθένας από μας να έχει στο μυαλό του αυτό που αναφέραμε και νωρίτερα, πως το γούστο μοιάζει περισσότερο με το δαχτυλικό μας αποτύπωμα παρά με κάποιο καθολικό δεδομένο.

Αν κοιτάξουμε το θέμα και λίγο πιο βαθιά, ωστόσο, ίσως να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πως πίσω από τους λάτρεις των φωνών βρίσκεται κάποια ακατανίκητη ανάγκη για πνευματική ικανοποίηση. Ίσως αυτό που τους εξιτάρει να είναι η επιβεβαίωση πως τα κριτήρια της τέλειας φωνής που έχουν στο μυαλό τους συναντώνται και στην πραγματικότητα κι αυτό να είναι που τους γεννά και την ερωτική ενεργοποίηση.

Ίσως πάλι, να είναι κουτό να αναλύουμε σε τόσο μεγάλο βαθμό αυτά τα θέματα. Σίγουρα είναι σημαντικό να λαμβάνουμε πληροφορίες για ό,τι υπάρχει γύρω μας, αλλά στο τέλος της ημέρας ο καθένας από εμάς έχει τη δική του προσωπικότητα, τις δικές του προτιμήσεις και το δικό του λόγο για αυτές. Όσο ικανοποιούμαστε χωρίς να ξεπερνάμε τα όρια των γύρω μας -ή ενδεχομένως και του εαυτού μας- μπορούμε να αφεθούμε ελεύθερα!

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου