Σκρολάρεις, λοιπόν, ανέμελος/η και ξαφνικά πέφτεις πάνω στον βαρύγδουπο τίτλο: «Ελληνίδα Bellucci», σου λέει, και ψάχνεις μάταια να τη βρεις και να κάνεις μια ταύτιση με το πρωτότυπο, ρε αδερφέ. Και ενώ μάταια το προσπαθείς, λες «ας πάω παρακάτω» και τσουπ, πετάγεται κάτι γνωστό σου, αλλά από δίπλα του να και μια λέξη— που μεταξύ μας, να είναι καλά ο φίλος ο Google που μας μεταφράζει. Όχι τον γαύρο που τον βλέπουμε διάπλατα μπροστά στα ματάκια μας, αλλά το ότι είναι ο κακόμοιρος με αυτό το wasabi που τον συνοδεύει.

Και τελικά, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε πως ζούμε στην εποχή που όλα πρέπει να αναβαθμιστούν και να εκμοντερνιστούν με το στανιό. Να τους κολλήσουμε, σου λέει, η μόδα μια πιο «ψαγμένη» ταμπέλα, ένα ξενόφερτο επίθετο, μια φίρμα, τέλοσπάντων, που να γυαλίζει κατιτίς παραπάνω.

Γιατί; Μα επειδή, προφανώς, για παράδειγμα, ο γαύρος ο μαρινάτος δε μας κάθεται, λέει, και πολύ καλά σκέτος. Θέλει το «άγγιγμα» του yuzu. Ή το καλαμαράκι θέλει τη φρεσκάδα του tempura. Η Βούλα θέλει να τη φωνάζεις Monicca— γιατί, σου λέει, να παραμείνω Βούλα όταν μπορώ να αυτοαποκαλεστώ «Ελληνίδα Bellucci»;

Και φυσικά όμως δε σταματάμε εκεί:

• Οι Κυκλάδες; Οι ελληνικές Μαλδίβες.
• Ο Όλυμπος; Οι ελληνικές Άλπεις.
• Το χωριό του παππού μας; Το new age παραδοσιακό resort με insta-spots και brunch με αβοκάντο.

Και κάπου εδώ σας ρωτάω ήρεμα: Γιατί άραγε το δικό μας, ρε παιδιά, δεν είναι αρκετό; Γιατί για να το αγαπήσουμε πρέπει να το βαφτίσουμε με αγγλικά hashtags, ας πούμε; Γιατί, στην τελική, το να πεις «πάω για γαύρο μαρινάτο» δεν ακούγεται και τόσο «wow» όσο το να πεις «πάω για Greek anchovy tartare»; Και πότε, τέλος πάντων, αποφασίστηκε ότι το χωριάτικο είναι κατώτερο από το continental;

Δε λέω, ωραίο το σούσι. Καλό και το sashimi. Αλλά δεν γίνεται να νιώθουμε άβολα με τη φάβα Σαντορίνης αν δεν την πούμε «Santorini split peas mousse». Και όλα αυτά γιατί; Επειδή κάποιοι μας έπεισαν ότι το δικό μας είναι λίγο, παλιακό, ξεπερασμένο. Απεναντίας, όμως, ό,τι είναι ξενόφερτο είναι συνώνυμο του classy και του trendy.

Ποια είναι η αλήθεια άραγε;

Η αλήθεια, φίλοι μου, είναι ότι μπορείς να αγαπάς άφοβα και το τοπικό και το διεθνές. Να τρως και το burger σου αν το γουστάρεις, αλλά και το μπουγιουρντί σου, βρε αγάπη μου, χωρίς ενοχές και ντροπή. Να εκτιμάς τη Monicca Bellucci, τη θεάρα, αλλά να παραδέχεσαι ότι και η Κυρά-Μαρία από το χωριό θα της έριχνε χίλιες φορές— και στη φασολάδα, και στον χαρακτήρα.

Και ξέρεις και κάτι ακόμη;

Ο γαύρος, ακόμα κι αν τον βάλεις σε tempura, γαύρος θα παραμείνει. Μεταξύ μας τώρα, αυτή είναι η λεπτομέρεια. Το θέμα είναι αν θα τον φας περήφανα ή θα απολογείσαι γιατί δεν έχει dressing από passion fruit.

Γιατί κάπου ανάμεσα σε ελληνικές Άλπεις, ελληνικό σούσι και Ελληνίδες Bellucci, ξεχάσαμε ποιοι είμαστε. Ξεχάσαμε ότι και το δικό μας αξίζει— ίσως και περισσότερο. Χωρίς φίλτρα, χωρίς ψεύτικα labels. Γιατί το αυθεντικό, τελικά, όπως και να το κάνουμε, δε χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη τον επαναπροσδιορισμό.

Και να θυμάστε: δεν είναι κακό να δοκιμάζουμε το σούσι, αρκεί να μην ξεχνάμε τον γαύρο. Γιατί όσο κι αν πασχίζουμε να μοιάσουμε, εν τέλει, στους άλλους, η νοστιμιά μας κρύβεται σε αυτό που είμαστε: ντόπιοι. Αυθεντικοί. Αληθινοί. Και, κατά βάθος, αθεράπευτα… ελληνικοί.

Συντάκτης: Φραγκούλα Χατζηαγόρου