Στην Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, μια δίκη αποκάλυψε το μέγεθος του τρόμου που μπορεί να ασκήσει ο ένας εντός της οικογένειας. Συγκεκριμένα, ένας άνδρας κρίθηκε ένοχος για ενδοοικογενειακές απειλές και παραβίαση περιοριστικών όρων, αφού απείλησε τη σύζυγο και τη 17χρονη κόρη του ότι θα τις βγάλει στην «πιάτσα» ή θα τις σκotώσει, αν δεν του έφερναν χρήματα. Το περιστατικό, όπως καταγράφεται στην ακροαματική διαδικασία, δεν ήταν μεμονωμένη έκρηξη αλλά κορύφωση χρόνιου ελέγχου, εκβιασμού και σωματικής και ψυχολογικής βίας.
Η κατάθεση της γυναίκας περιγράφει μια δεκαετή ή και περισσότερο, προσπάθεια επιβίωσης δίπλα σε έναν άνδρα που ασκούσε πίεση και βία. Η ίδια αναφέρει πως έχει αλλάξει πόλεις μαζί με τα παιδιά για να γλιτώσουν και πως ο δράστης παραβίασε παλαιότερα τα μέτρα. Συμπλήρωσε, πως η τελευταία του εμφάνιση στο χώρο εργασίας της και στο σπίτι τους έφερε τη σύγκρουση σε οριακό σημείο. Στο δικαστήριο περιέγραψε επίσης την ταπείνωση που υπέστη όταν ο άνδρας έστειλε προσωπικές φωτογραφίες της σε συναδέλφους με σκοπό να τη διασύρει και να τη βάλει σε θέση αδυναμίας.
Η χρήση της απειλής «θα σε βγάλω στην πιάτσα» έχει μια διπλή σημασία. Δεν είναι μόνο η επιβολή άμεσου κινδύνου για την ασφάλεια, αλλά και μια στρατηγική κοινωνικής εξόντωσης. Με αυτόν τον τρόπο ο θύτης στοχεύει στην απονομιμοποίηση της γυναίκας στα μάτια της κοινότητας και στην απώλεια εργασίας και αυτοδιάθεσης, καθιστώντας την πιο εύκολο αντικείμενο ελέγχου. Η απειλή προς την ανήλικη κόρη προσθέτει έναν τρόπο τρομοκρατίας. Δηλαδή, χτυπά την ίδια τη συνέχεια της οικογένειας και τη φαντασίωση της ασφάλειας που πρέπει να εξασφαλίζει ένας γονιός.
Πέρα από την ηθική καταδίκη, το γεγονός αναδεικνύει νομικά και πρακτικά ζητήματα. Οι περιοριστικοί όροι και οι εντολές απομάκρυνσης είναι απαραίτητα εργαλεία, αλλά μόνο όταν εφαρμοστούν με συνέπεια και συνοδευτούν από συστηματική παρακολούθηση. Η επανεμφάνιση και η παραβίαση από τον δράστη δείχνουν κενά στην επιτήρηση αλλά και ελλείψεις στην παροχή ασφαλών επιλογών για τα θύματα. Η απονομή ποινής, η οποία περιελάμβανε φυλάκιση 18 μηνών και αναστολή υπό όρους, είναι τουλάχιστον ανεπαρκής σε αυτή την περίπτωση.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι και η διάσταση της ψηφιακής κακοποίησης και της προσπάθειας διασυρμού μέσω αποστολής προσωπικών υλικών στον επαγγελματικό περίγυρο. Οι εργοδότες και οι συνεργάτες πρέπει να αντιμετωπίζουν τέτοια περιστατικά με σοβαρότητα, προσφέροντας υποστήριξη στην εργαζόμενη και μην επιτρέποντας τον κοινωνικό στιγματισμό που επιδιώκει ο δράστης. Η προστασία της ιδιωτικής ζωής και το πλαίσιο αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών χρειάζονται αναβαθμισμένη νομοθετική και επιχειρησιακή αντίδραση.
Τέλος, ως κοινωνία οφείλουμε να δούμε την υπόθεση όχι απλώς ως ένα μεμονωμένο περιστατικό αλλά ως δείγμα μιας μεγαλύτερης πραγματικότητας. Πολλές γυναίκες και παιδιά ζουν σε συνεχόμενη φόβο και εξάρτηση, και η έλλειψη πρόσβασης σε οικονομικούς πόρους, κατοικία και νομική βοήθεια εντείνει το πρόβλημα. Η πρόληψη απαιτεί εκπαιδευτικά προγράμματα, άμεσες δομές έκτακτης στήριξης, και συντονισμό κοινωνικών υπηρεσιών με τις αρχές επιβολής του νόμου.
Η καταδίκη του δράστη αποτελεί ένα βήμα, αλλά όχι το τέλος. Η αναστολή εκτέλεσης της ποινής υπό όρους και ο όρος μη προσέγγισης δείχνουν την προσπάθεια του συστήματος να προστατεύσει τα θύματα, όμως η πράξη της δικαιοσύνης πρέπει να συνοδευτεί από πρακτικά μέτρα που θα εξασφαλίζουν ότι η οικογένεια δε θα επιστρέψει ξανά στη συνθήκη του τρόμου. Μόνο τότε θα μπορούμε να μιλάμε για πραγματική προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
