Ξεκίνησε σήμερα, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, η δίκη που αφορά τη διαχείριση των βίντεο από την τραγωδία των Τεμπών. Ένα ακόμη κεφάλαιο στην υπόθεση που συνεχίζει να προκαλεί ερωτήματα περί διαφάνειας. Στο εδώλιο κάθονται συνολικά δέκα άτομα, ανάμεσά τους τέσσερις αστυνομικοί, τα οποία κατηγορούνται για παράνομη κατοχή, αντιγραφή και διαρροή οπτικοακουστικού υλικού από το σημείο του δυστυχήματος, αλλά και για παραβίαση υπηρεσιακών κανόνων σχετικά με τη διαχείριση αποδεικτικών στοιχείων.

Σύμφωνα με τη δικογραφία, το επίμαχο υλικό περιλαμβάνει πλάνα από κάμερες ασφαλείας, κινητά τηλέφωνα και καταγραφές των πρώτων ωρών μετά τη σύγκρουση των δύο τρένων, στις 28 Φεβρουαρίου 2023. Κάποια από αυτά τα βίντεο φέρονται να κυκλοφόρησαν σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιστοσελίδες, προκαλώντας οργισμένες αντιδράσεις από τις οικογένειες των θυμάτων, που ζητούν να αποδοθούν ευθύνες για την παραβίαση της ιδιωτικότητας και του σεβασμού των νεκρών.

Η υπόθεση αυτή δεν είναι απλώς μια ακόμη συνιστώσα μέσα σε έναν μεγάλο φάκελο πο αγγίζει την καρδιά της εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς. Πώς διαχειρίζεται το κράτος το υλικό μιας τραγωδίας; Ποιος έχει δικαίωμα πρόσβασης; Και κυρίως, ποιος λογοδοτεί όταν κάτι τόσο ευαίσθητο γίνεται αντικείμενο διαρροής; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν αφορούν μόνο το παρελθόν των Τεμπών, αλλά και το μέλλον της διαφάνειας στη δημόσια σφαίρα.

 


 

Η δίκη αυτή διεξάγεται παράλληλα με την κύρια διαδικασία για τις ευθύνες του δυστυχήματος, όμως έχει τη δική της ιδιαίτερη σημασία. Γιατί πέρα από το ποιος φταίει για το ατύχημα, υπάρχει και το ζήτημα πώς αντιμετωπίζουμε την αλήθεια. Στην εποχή της αδιάκοπης πληροφορίας, όπου κάθε βίντεο μπορεί να γίνει είδηση μέσα σε δευτερόλεπτα, η διαχείριση του οπτικού υλικού απαιτεί σεβασμό, προσοχή και θεσμική σοβαρότητα.

Η τραγωδία των Τεμπών ήταν και θα είναι για πάντα ένα σημείο καμπής για τη συλλογική συνείδηση. Ένα γεγονός που αποκάλυψε συστημικές παθογένειες και έδειξε πως η ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να είναι παράπλευρη απώλεια. Τώρα, με αυτή τη δίκη, δοκιμάζεται και η αντοχή της δικαιοσύνης. Μπορεί να επιβάλει κανόνες διαφάνειας και να αποτρέψει παρόμοιες παραβιάσεις στο μέλλον;

 


 

Πέρα από το νομικό σκέλος, υπάρχει και το ανθρώπινο βάρος. Για τις οικογένειες των θυμάτων, κάθε νέα διαδικασία είναι υπενθύμιση του πόνου. Κάθε συζήτηση για τα βίντεο ξανανοίγει πληγές. Κι όμως, η αναζήτηση της αλήθειας είναι ο μόνος δρόμος προς την πραγματική δικαίωση.

Η δίκη για τη διαχείριση των βίντεο δεν είναι υπόθεση περιέργειας είναι υπόθεση αξιοπρέπειας. Αφορά την ανάγκη μιας κοινωνίας να αποδείξει ότι μπορεί να σέβεται τον πόνο, να τιμά τη μνήμη και να μαθαίνει από τα λάθη της. Γιατί αν κάτι ζητούν όλοι όσοι έχασαν ανθρώπους εκείνη τη νύχτα, δεν είναι εκδίκηση, είναι δικαίωση.

 


 

Συντάκτης: Ράνια Λιάσκου