Πόσους φίλους έχεις;

Άνοιξε το προφίλ σου στο Instagram και να δεις πόσους φίλους έχεις.

Με πόσους από τους διαδικτυακούς-ινσταγκραμικούς σου φίλους γνωρίζεστε στην πραγματική ζωή;

Ρίξε μια ματιά στις συνομιλίες και τα μηνύματά σου. Με πόσους από εκείνους που γνωρίζεστε έχετε επικοινωνία και διατηρείται, εάν όχι σταθερή, τουλάχιστον μία τακτική επαφή;

Άνοιξε το ιστορικό κλήσεών σου. Με ποιους και με πόσους από αυτούς η επικοινωνία σας ξεπερνάει το επίπεδο των μηνυμάτων και μιλάτε στο τηλέφωνο (ανεξαρτήτως συχνότητας); Με άλλα λόγια ποιοι από αυτούς έχουν τον αριθμό του κινητού σου;

Έστω, λοιπόν, πως σου συμβαίνει κάτι. Κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο. Ή κάτι εξαιρετικά ευχάριστο. Έχεις νέα να μοιραστείς. Και είναι επιτακτική ανάγκη να συζητήσεις με κάποιον. Σε ποια από όλες αυτές τις επαφές σου θα μετέβαινε χωρίς σκέψη, σχεδόν ασυνείδητα ο δείκτης του χεριού σου; Σε ποιον από όλους θα ήθελες και θα είχες ανάγκη να μιλήσεις; Με πόσους από αυτούς θα ένιωθες άνετα και οικεία να εκμυστηρευτείς ένα σοβαρό ζήτημα;

Και με τους 2000 φίλους σου στο instagram;

Με τις τακτικές σου επαφές;

Με κάποιες από αυτές;

Τελικά…

Πόσους φίλους έχεις;

 

Με βάση τη θεωρία του Monkeysphere ή όπως διαφορετικά είναι γνωστή, η θεωρία του αριθμού του Dunbar, οι απαντήσεις καθενός στις ως άνω ερωτήσεις θα έπρεπε να συναντούν μία σταθερή αποκλιμάκωση καταλήγοντας σε έναν μονοψήφιο αριθμό.

Πρόκειται για μία θεωρητική κατασκευή του Βρετανού ανθρωπολόγου Dunbar, ο οποίος μελετώντας τον τρόπο οργάνωσης, επικοινωνίας, σύνδεσης και ανάπτυξης σχέσεων μεταξύ των πρωτευόντων θηλαστικών και κυρίως των μαϊμούδων, διαπίστωσε πως τα πλάσματα αυτά αρέσκονται να σχηματίζουν και να λειτουργούν μέσα σε κοινότητες και ομάδες που απαρτίζονταν από έναν κατά προσέγγιση συγκεκριμένο και σταθερό αριθμό μελών.

Το πόρισμα αυτό της έρευνάς του, λόγω των εγκεφαλικών και λειτουργικών ομοιοτήτων, αποφάσισε να μεταφέρει και να αναζητήσει την ύπαρξη παρόμοιας τάσης στις διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων. Διαπίστωσε μέσα από τη μελέτη του, πως ο μέσος άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει κατά τη διάρκεια της ζωή του και να διατηρήσει έως και 150 σταθερές και ουσιαστικές σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους γύρω του. Ο αριθμός αυτός βέβαια δεν είναι αυστηρά προκαθορισμένος και είναι δυνατό να αυξάνεται ή να μειώνεται ανάλογα με τον βαθμό κοινωνικότητας της προσωπικότητας του εκάστοτε προσώπου.

Οι 150 αυτές σταθερές αλληλεπιδράσεις ενός μέσου ανθρώπου κατηγοριοποιούνται σε επιμέρους ομάδες οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την ένταση και την εγγύτητα που συναντούν.

Η πρώτη ομάδα είναι εκείνη που περιλαμβάνει τα άτομα που μας γνωρίζουν καλύτερα και είναι κοντά μας, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Συνηθέστερα την ομάδα αυτή αποτελούν κατά βάση τα μέλη της (πυρηνικής) οικογένειάς μας, και οι πολύ στενοί μας φίλοι (κολλητοί). Σύμφωνα με τη θεωρία του Dunbar τα πρόσωπα αυτά στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ξεπερνούν τα 5 σε αριθμό άτομα.

Στη δεύτερη ομάδα επαφών βρίσκονται εκείνοι που θα χαρακτηρίζαμε ως καλούς φίλους. Είναι εκείνοι που συναναστρεφόμαστε αρκετά συχνά και μολονότι μπορεί να μην τους κατατάσσουμε στην κατηγορία των κολλητών, δεν παύει να εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλος βαθμός εγγύτητας, οικειότητας και εμπιστοσύνης.

Η τρίτη κοινωνική ομάδα υπολογίζεται περίπου στα 50 άτομα και περιλαμβάνει έναν ευρύτερο κύκλο κοινωνικών συνδέσεων και γνωριμιών. Είναι εκείνοι που εάν μας ρωτούσε κάποιος, θα ονοματίζαμε ως «παρέα». Συχνά πρόκειται για άτομα με τα οποία οι ζωές μας και η καθημερινότητάς μας μοιράζονται  έναν κοινό παρονομαστή. Συνδεόμαστε μαζί τους συνήθως λόγω κάποιας κοινής δραστηριότητας, ασχολίας, χόμπι, μπορεί να βρισκόμαστε στον ίδιο εργασιακό χώρο, να είμαστε στην ίδια σχολή, να παρακολουθούμε το ίδιο μάθημα. Είναι εκείνοι με τους οποίους ενδεχομένως να μη μας ενώνει κάποια ουσιαστική φιλία, αλλά υπάρχει έως έναν βαθμό μία επαφή λόγω της συχνότητας και της τακτικότητας των αλληλεπιδράσεών μας.

Η τέταρτη κατηγορία εκτείνεται κατά προσέγγιση στα 150 άτομα και περιλαμβάνει όλους τους γνωστούς μας. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν οι άνθρωποι τους οποίους γνωρίσαμε κάποια στιγμή στη ζωή μας αλλά δε γνωριζόμαστε ιδιαίτερα καλά, δε διατηρούμε επαφές και επικοινωνία παρόλα αυτά, είναι εκείνοι με τους οποίους εάν διασταυρωθούμε στον δρόμο θα ανταλλάξουμε ένα γεια, θα ρωτήσουμε τα νέα τους και πολύ πιθανό να σταθούμε για μία ολιγόλεπτη συζήτηση/update.

Η πέμπτη κατηγορία είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουμε τελείως επιφανειακά. Συνήθως δεν αφορά πάνω από 500 άτομα και η σχέση μας μαζί τους περιορίζεται στα απολύτως τυπικά και απαραίτητα όπως για παράδειγμα με τους γείτονες μας, ή με τους ταμίες στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μας.

Η έκτη και τελευταία κατηγορία πρόκειται για ένα είδος απλής θα λέγαμε αντιστοίχισης πληροφοριών. Περιλαμβάνει έως 1500 άτομα και είναι ο αριθμός των προσώπων τον οποίο ο εγκέφαλός μας μπορεί απλά να αναγνωρίσει. Πρόκειται συνήθως για πρόσωπα που είναι εξαιρετικά πιθανό να μη γνωρίζουμε ούτε το μικρό τους όνομα αλλά να τους έχουμε συναντήσει κάποιες λίγες φορές και ο εγκέφαλός μας, επεξεργαζόμενος την πληροφορία του οπτικού ερεθίσματος να αντιλαμβάνεται ότι η συγκεκριμένη φυσιογνωμία τού είναι γνωστή χωρίς να είναι απαραίτητο να θυμάται από που και για ποιον λόγο.

Η ως άνω κατηγοριοποίηση των κοινωνικών μας σχέσεων σήμερα, στην εποχή της κυριαρχίας της ψηφιακής και εικονικής κοινωνικοποίησης έχει αμφισβητηθεί σε αρκετά μεγάλη κλίμακα για την ορθότητά της και το κατά πόσο ανταποκρίνεται στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται πλέον οι ανθρώπινες σχέσεις. Κατά μία άποψη, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουμε πρόσβαση σε έναν πολύ πιο διευρυμένο αριθμό προσώπων πράγμα που συνεπάγεται περισσότερες-διαδικτυακές έστω- αλληλεπιδράσεις και κατ’ επέκταση αυξημένο κύκλο επαφών.

Κατά μία δεύτερη άποψη, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν ήρθαν να μεταβάλλουν την υφή και την ποιότητα των σχέσεών μας αλλά απλώς να εισάγουν μία μέθοδο αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. Με άλλα λόγια ο κύκλος και οι ομάδες των ανθρώπων που μας περιβάλλουν δεν επηρεάζονται. Εξακολουθούμε να διατηρούμε συχνότερες επαφές με τους κολλητούς μας και τους καλούς μας φίλους από ότι με κάποιον γνωστό, απλά τώρα στη βάση των social media.

Η δεύτερη άποψη φαίνεται να ευσταθεί περισσότερο, καθώς η κατηγοριοποίηση των σχέσεων μας βάσει της υπάρχουσας μεταξύ αυτών οικειότητας και εγγύτητας, αποτελεί εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόμαστε στους ανθρώπους γύρω μας. Παραδείγματος χάριν θα ανησυχήσει κανείς πολύ περισσότερο και θα σπεύσει να βοηθήσει εάν μάθει πως κάποιος φίλος του ενεπλάκη σε ένα τροχαίο από ότι για έναν άγνωστο. Στην πρώτη περίπτωση η ανησυχία και το ενδιαφέρον είναι πολύ πιο έντονα και πηγάζουν από την ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική σχέση που έχει αναπτυχθεί, ενώ στην περίπτωση του αγνώστου το ενδιαφέρον βρίσκεται σε ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο και πηγάζει από τον ελάχιστο βαθμό συναίσθησης που διαθέτουν οι περισσότεροι άνθρωποι.

Στην πρώτη περίπτωση πιθανότατα θα πάρεις το αμάξι και θα οδηγήσεις στις 3 το πρωί για να βεβαιωθείς εάν ο άλλος είναι καλά, ενώ στην περίπτωση του αγνώστου στην καλύτερη των περιπτώσεων να πεις κάτι του τύπου «κρίμα τον άνθρωπο, περαστικά να είναι» και να συνεχίσεις τη μέρα σου. Όχι επειδή δεν είσαι καλός άνθρωπος ή επειδή δε νοιάζεσαι αρκετά. Αλλά επειδή εν τέλει το πως συμπεριφερόμαστε στους άλλους έχει να κάνει με τα συναισθήματα που έχουμε για αυτούς και τη σχέση που μας ενώνει. Και η σχέση που μας συνδέει δεν είναι η ίδια με όλους τους ανθρώπους.

Κάποιοι είναι φίλοι σου, κάποιοι είναι παρέα σου, κάποιοι είναι γνωστοί σου, και για κάποιους θα οδηγούσες στις 3 το πρωί για να βεβαιωθείς εάν είναι καλά.

Συντάκτης: Παναγιώτα Παπακωνσταντίνου