Η Ιόλη είχε πάντοτε μια έντονη σχέση με τις φιλίες της. Από μικρή ηλικία, οι ανθρώπινες σχέσεις γύρω της είχαν μια δόση δράματος — όχι υπερβολική, αλλά αρκετή για να κάνει την καθημερινότητα να μοιάζει με ελαφριά σαπουνόπερα.

Κάποτε, στο νηπιαγωγείο, είχε μια «κολλητή» που αποφάσισε ότι το μάτι της Ιόλης γυάλιζε περισσότερο από των υπόλοιπων παιδιών. Με παιδική περιέργεια, αποφάσισε να δαγκώσει λιγάκι, αφήνοντας στην Ιόλη μια ανάμνηση που ακόμα και σήμερα της προκαλεί μια μικρή ηλεκτρική εκκένωση στην καρδιά κάθε φορά που περνά από το μυαλό της.

Στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, η Ιόλη έκανε παρέα με τη Μαρία, ένα ήσυχο κορίτσι. Οι δυο τους περνούσαν καλά — η Μαρία πιο εσωστρεφής, η Ιόλη πιο κοινωνική, αγαπητή και στις «ήρεμες» παρέες και στους «μάγκες» της τάξης. Χαιρόταν που ένιωθε ότι ήταν και του σαλονιού και του αλωνιού.

Στο λύκειο, η οικογένειά της μετακόμισε. Από τον θόρυβο του κέντρου, βρέθηκε σε ένα ήσυχο μέρος με δέντρα, ανοιχτές πόρτες και διώροφα κτίρια. Ήταν πολιτισμικό σοκ· όσο κι αν αναρωτιόταν «πού είναι η πολυκατοικία μου; πού η θέα από τον πέμπτο;», με τον καιρό προσαρμόστηκε. Εκεί γνώρισε μια νέα φίλη, χαμηλών τόνων, που τη στήριζε στα δύσκολα και της μιλούσε πάντα ωμά. Χρόνια μετά, στα 30 της, η Ιόλη κατάλαβε ότι «ωμά» δεν σημαίνει πάντα «ειλικρινά για το καλό σου» — μερικές φορές σημαίνει απλώς «έτσι μιλάω, δεν μπορώ αλλιώς».

Στη σχολή μπήκε η Άλκηστις στη ζωή της. Κάθονταν κοντά στα θεωρητικά και δέθηκαν αμέσως· περνούσαν χρόνο μαζί, εξερευνούσαν γειτονιές της Αθήνας που η Ιόλη δεν είχε δει ποτέ. Όταν όμως η Ιόλη σύστησε την Άλκηστις στη φίλη της από το λύκειο, μέσα σε πέντε λεπτά η δεύτερη είχε πάρει τον ρόλο της… «εξεταστικής επιτροπής»: ερωτήσεις, σχόλια, ύφος. Η Ιόλη τότε σκέφτηκε: «Α, έτσι θα το πάμε σήμερα;»
Το χειρότερο; Το ύφος εκείνο το γνωστό «εγώ ξέρω καλύτερα από εσένα για εσένα». Το ύφος που κουβαλάει κριτική, μια δόση ανωτερότητας — χωρίς κάποιο λόγο, χωρίς κάποιο επίτευγμα που να τη δικαιολογεί. Μια ακατανόητη ανάγκη να κρατήσει κάποιος τα «ηνία», να φαίνεται ότι βλέπει «πέρα».

Όταν η Ιόλη ξεκίνησε την πρώτη της δουλειά, είχε για υπεύθυνη τη Βούλα· αυστηρή, μη-διαπραγματεύσιμη, αλλά τελικά ζεστή και ανθρώπινη. Την καθοδήγησε στη δουλειά, τη βοήθησε, της έδινε κρυφά από τους υπόλοιπους συναδέλφους πεντάλεπτα διαλλείματα,  όταν πια είχαν δεθεί. Κάποια στιγμή, σε μια κοινή έξοδο με τη Βούλα και μια παλιά φίλη της Ιόλης, ο σύντροφος της φίλης έδειξε υπερβολικό ενδιαφέρον προς τη Βούλα. Η Βούλα φωτίστηκε σαν παιδί που παίρνει το πρώτο παγωτό του καλοκαιριού — μόνο που δεν ήταν παιδί και δεν της έδωσαν παγωτό. Ήταν ενήλικη.

Τότε γεννήθηκε στην Ιόλη η σκέψη:
Ποιος χαίρεται όταν ένας άντρας που συνοδεύεται από άλλη γυναίκα δείχνει ενδιαφέρον; Πού είναι η ενσυναίσθηση; Και γιατί να επιτρέψει κάποιος σε έναν τέτοιο άντρα να αισθανθεί ότι “πέτυχε”, ενώ η σύντροφός του βρίσκεται μπροστά του;
Για την Ιόλη αυτό δεν ήταν απλώς άβολο — ήταν κοινωνικό ατύχημα που περιμένει να συμβεί.

Από εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως η φίλη που νόμιζε ότι είχε… είτε είχε αλλάξει είτε δεν ήταν ποτέ εκείνη που είχε στο μυαλό της. Και το αποδέχτηκε — άβολα, αλλά το αποδέχτηκε.

Μεγαλώνοντας, άρχισε να αναρωτιέται:
Τελικά τι είναι φίλος; Πόση ανάγκη έχουμε να εξαρτόμαστε από ανθρώπους; Και πόση ανάγκη έχουμε να νιώθουμε πως κάποιοι εξαρτώνται από εμάς;

Στο παρόν, η Ιόλη είχε γνωρίσει πολλούς ανθρώπους. Φιλίες όμορφες, στιγμές γλυκές. Αλλά και απογοητεύσεις. Πολλοί την υπολόγιζαν μόνο όταν τους συνέφερε· πολλοί δεν τη στήριξαν όταν έπρεπε. Κάποιοι μάλιστα συζητούσαν για τον «λάθος χαρακτήρα» της σε συνοικιακά καφέ με άτομα που δεν την ήξεραν καν.
Κι όλα αυτά ενώ εκείνη είχε υπερασπιστεί τους ίδιους ανθρώπους άπειρες φορές πίσω από τις πλάτες τους.

Υπήρξαν, βέβαια, και οι αξιόλογοι φίλοι — εκείνοι που η ζωή απλώς τους πήγε αλλού. Αγαπημένοι, παρόντες, ακόμη κι αν βρίσκονται σε άλλες χώρες.

Τώρα, για την Ιόλη όλα μοιάζουν πιο επιφανειακά. Ίσως φταίει η ηλικία. Ίσως η εξέλιξη. Η φιλία υπήρξε μεγάλο κομμάτι της ζωής της — μοιρασιά χωρίς λογοκρισία, αληθινό ενδιαφέρον, αληθινή χαρά.
Αλλά όλοι κουβαλούν τα δικά τους σκοτάδια. Πριν κρίνει κανείς, πριν ρίξει δηλητήριο, πριν χαρεί για κάτι που δεν του ανήκει, καλό είναι να αναρωτηθεί:

Πώς τα έχει πάει ο ίδιος στη ζωή του; Τι ζητάει από τον άλλον; Και γιατί θεωρεί ότι του χρωστάει κάτι;

Η αλήθεια είναι απλή:
κανείς δε χρωστάει τίποτα σε κανέναν.

Κράτα τις καλές αναμνήσεις — αυτές σε έφτιαξαν.
Κράτα και τις προδοσίες — αυτές σε άλλαξαν.

Όπως ήρθαν πολλοί άνθρωποι στη ζωή σου, θα έρθουν κι άλλοι τόσοι.
Αλλά αυτή τη φορά, ζύγισε τους καλύτερα.

Γιατί δε γίνεται να μοιράζεται κανείς την υπόλοιπη ζωή του με ανθρώπους που δεν αντέχουν ούτε την αλήθεια του ούτε τη χαρά του.
Γιατί μετά τα 30, οι σχέσεις και οι άνθρωποι φαίνονται πιο καθαρά από ποτέ — και αυτό πονάει.

Σταμάτα να δένεσαι για ψίχουλα.
Φιλικά.

Συντάκτης: Δήμητρα Μάστορα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη