Ήταν κάποτε στο μακρινό 2000 όταν ένας εφοπλιστής, κλασικός εργοδότης Boomer είχε πει« το κακό είναι ότι οι άνθρωποι δεν πεινούν πια». Έχοντας να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες αποχωρήσεις και τις δυσκολίες στην ανεύρεση εργαζομένων, είχε ανακαλύψει την αιτία των προβλημάτων του, οι άνθρωποι είχαν απαιτήσεις από την εργασία τους επειδή δεν πεινούσαν πια. Οι εργαζόμενοί του ήταν τότε γύρω στα 30, εκπρόσωποι της γενιάς Χ που έχοντας ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές είχαν μπει στο χώρο εργασίας με κύριο όνειρο και στόχο όχι να εξασφαλίσουν το ψωμί της κάθε μέρας αλλά να πετύχουν ένα καλό βιοτικό επίπεδο για τον εαυτό τους και την οικογένεια που άρχιζαν να φτιάχνουν αλλά και για να κάνουν καριέρα, να δημιουργήσουν ένα όνομα, να ανέλθουν σε ανώτερες θέσεις. Στο μυαλό τους η καριέρα είχε συνδεθεί άμεσα με κάποιες θυσίες και ο ρόλος του «στελέχους» δε συμβάδιζε με κάποιες συμπεριφορές.
Τα στελέχη δεν έχουν ωράριο, δεν ασχολούνται καν με το ωράριο – αυτά είναι για κατώτερες βαθμίδες και απαντούν στο τηλέφωνημα του εργοδότη το Σάββατο το βράδυ, την ώρα που σπρώχνουν το καρότσι στο super market, την ώρα που βάζουν τις βαλίτσες στο αυτοκίνητο για να φύγουν για εκδρομή διότι αν δεν το σηκώσουν ο κόσμος θα καταρρεύσει. Πάνω στο καρότσι του super market και δίπλα στο πορτ μπαγκάζ ήταν ένα μωράκι που ήρθε στον κόσμο γύρω στο 2000 και μεγάλωσε με τον εργαζόμενο/στέλεχος του απογοητευμένου εφοπλιστή. Ανήκει επίσημα στη γενιά Ζ. 25 χρόνια μετά, το μωράκι είναι ένας επαγγελματίας που μπαίνει στο χώρο εργασίας κι έχει να αντιμετωπίσει συναδέλφους της γενιάς των γονιών του και έναν εργοδότη που σίγουρα δεν ονειρεύεται πια πεινασμένους υπαλλήλους αλλά έχει ακόμη το συνήθειο να τηλεφωνεί στους υπαλλήλους του το Σάββατο το βράδυ. Η συνύπαρξη φέρνει και τα τρία μέρη στα όρια τους. Κάποτε ο νεοφερμένος θα έπρεπε να προσαρμοστεί στο καθεστώς των παλαιότερων, όχι πια. Ο εργαζόμενος Ζ είναι σκληρός αντίπαλος και φέρνει τα πάνω κάτω έχοντας άγνωστες για τους υπόλοιπους συμπεριφορές:
- Aρνείται να πιάσει το τηλέφωνο και επικοινωνεί μόνο με μηνύματα και e-mails μη νιώθοντας άνετα με την άμεση διαπροσωπική επαφή. Ανήκει σε μια γενιά που κινείται στην τεχνολογία με μεγαλύτερη άνεση από αυτή που κινείται στο δωμάτιο της, που κανονίζει να συναντηθεί, να βγει, να φλερτάρει, να ψωνίσει χωρίς να αρθρώσει λέξη, που έχει δώσει εξετάσεις από το σαλόνι του σπιτιού της φορώντας πιτζάμες κατά την περίοδο της πανδημίας και τώρα καλείται μέσα σε ένα νέο χώρο, το γραφείο να επικοινωνήσει τηλεφωνικά με κάποιον που δεν ξέρει και να συνεννοηθεί, να ρωτήσει, να ζητήσει απαντήσεις, να πείσει.
- Στην πρώτη θέση των προτεραιοτήτων του είναι η ψυχική του υγεία. Έχει μεγαλώσει με το σύνθημα «it’s OK not to be OK”, σε ένα ασφαλές περιβάλλον όπου oι γονείς του πλήρως ενημερωμένοι για τους πιο σύγχρονους τρόπους διαπαιδαγώγησης συζητούσαν μαζί του τα πάντα, τον ρωτούσαν για τα πάντα, του ζητούσαν την άποψή του για τα πάντα και τον παρότρυναν πάντα να λέει αυτά που αισθάνεται, να μην τα αποφεύγει και να βρίσκει μαζί τους τρόπο να τα αντιμετωπίσει με τη βοήθεια πάντα μιας ψυχολόγου που έδινε όνομα σε κάθε του συμπεριφορά και συμβουλές αντιμετώπισης Ξέρει ότι τα νεύρα και η κούραση του μπαμπά και της μαμάς δεν ήταν «έτσι είναι όλες οι δουλειές» και διεκδικεί το δικαίωμα του να μην περάσει τα ίδια.
- Δεν καταλαβαίνει γιατί πρέπει να φορέσει στολή για να πάει στο γραφείο και θεωρεί αυτονόητο ότι τα ρούχα του είναι πολύ ωραία για να μείνουν στην ντουλάπα περιμένοντας το Σαββατοκύριακο. Έχει άποψη για τον τρόπο που ντύνεται και το στυλ του θέλει να τον ακολουθεί όπου και να βρίσκεται. Οι ενδυματολογικοί κανόνες ενός γραφείου του φαντάζουν υποκρισία, καταπίεση της μοναδικότητάς του και της αυθεντικότητας του και δυσκολεύεται να τους ακολουθήσει.
- Θεωρεί ότι το ωράριο εργασίας είναι ενδεικτικό κι όχι υποχρεωτικό. Έχοντας σπουδάσει και δώσει εξετάσεις με τηλεκπαίδευση, θεωρεί ότι αν στις 5 το απόγευμα δεν έχει δουλειά στο γραφείο, μπορεί να ανοίξει την πόρτα και να φύγει έστω κι αν έχει ενημερωθεί ότι το ωράριο είναι μέχρι τις 6.
- Εργάζεται για να αποκτήσει χρήματα κι όχι για να γίνει στέλεχος. Δεν αγόρασε ποτέ το παραμύθι του “στελέχους” που του πούλησαν κι έζησε από πρώτο χέρι τις επιπτώσεις που είχε στη ζωή των γονιών του αυτή η αγορά. Διεκδικεί χρόνο για την προσωπική του ζωή, τη διαχωρίζει αυστηρά από την επαγγελματική του κι αν μια δουλειά δεν του επιτρέπει να έχει αυτή την πολύτιμη ισορροπία απλά την εγκαταλείπει για κάποια καινούργια. Η δουλειά για εκείνον πρέπει να έχει νόημα, ουσία, να τον ανταμείβει και να τον σέβεται με τον τρόπο που εκείνος πλέον αντιλαμβάνεται τον σεβασμό κι όχι οι παλαιότεροι.
- Περιμένει γρήγορες λύσεις και απαντήσεις. Έχοντας μεγαλώσει στην εποχή που όλες οι ερωτήσεις απαντώνται με μερικά κλικς, δε διαθέτει καμία υπομονή, δεν ερευνά, δεν ψάχνει απλά ρωτάει τον παλαιότερο για να λάβει έτοιμη απάντηση.
Η κάθε γενιά που βγαίνει στην αγορά εργασίας ζυμώνεται σταδιακά με την προηγούμενη για να οδηγήσει σε μια καινούργια εργασιακή πραγματικότητα. Οι πρώτες ενδείξεις είναι όμως ότι όσο κι αν η γενιά Ζ εκπλήσσει κι εκνευρίζει τις παλιότερες, θα οδηγήσει τελικά σε μια καλύτερη πραγματικότητα. Πόσους Zoomers μπορείς να απολύσεις? Κάποια στιγμή θα αναγκαστείς να προσαρμοστείς για να συνεχίσεις να έχεις εταιρεία, διότι όση ανάγκη έχουν οι Zoomers για εργασία, άλλη τόση ανάγκη έχει η αγορά τους Zoomers .
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη
