Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που, όσο κι αν παλεύεις, όσο κι αν δίνεις, όσο κι αν πιστεύεις πως κάτι μπορεί να σωθεί, έρχεται η ώρα που απλώς… δεν πάει άλλο. Δεν είναι μια στιγμή που την επιλέγεις συνειδητά, ούτε μια απόφαση που λαμβάνεται με καθαρό μυαλό, σαν να διαλέγεις ρούχα από μια ντουλάπα. Είναι μια εσωτερική κρούση, μια κραυγή του εαυτού σου που δεν αντέχει άλλο το βάρος, την ταλαιπωρία, τη συνεχή προσπάθεια χωρίς αντίκρισμα.
Αποστασιοποίηση. Μια λέξη που ακούγεται σχεδόν ψυχρή, όμως στην πραγματικότητα κρύβει μέσα της μια από τις πιο γενναίες και σπαρακτικές πράξεις αγάπης, προς τον εαυτό σου.
Δεν είναι πάντα ξεκάθαρο πότε κάτι έχει φτάσει στο τέλος του. Οι άνθρωποι αγαπούν με την καρδιά τους, και η καρδιά έχει την τάση να βρίσκει χίλιους λόγους για να μείνει, ακόμα κι όταν το μυαλό έχει ήδη φύγει. Κρατιόμαστε από στιγμές, από υποσχέσεις, από «ίσως», από «αν», από μια ελπίδα που αρνείται να πεθάνει.
Κι όμως, κάποια στιγμή βλέπεις μπροστά σου μια αλήθεια που δε χωράει άλλες δικαιολογίες: προσπαθείς μόνος. Βάζεις εσύ το συναίσθημα, εσύ το ενδιαφέρον, εσύ την κατανόηση, εσύ το βάρος. Και η άλλη πλευρά, απλώς σιωπά. Ή χειρότερα: απαιτεί. Ζητάει κι άλλα. Κι εσύ, μη θέλοντας να χάσεις, δίνεις ακόμα λίγο. Ακόμα περισσότερο. Μέχρι που μια μέρα, εκεί που ίσως ούτε το περιμένεις, κάτι μέσα σου σπάει. Όχι με θόρυβο. Με έναν ήσυχο, κουρασμένο αναστεναγμό. Κι εκεί καταλαβαίνεις: δεν μπορώ άλλο.
Πολλοί μπερδεύουν την αποστασιοποίηση με τιμωρία. «Απομακρύνθηκες για να με πληγώσεις». «Με έκανες πέρα για να με χειριστείς». «Σταμάτησες να νοιάζεσαι». Όμως αν κάποιος γνώριζε την αλήθεια, θα έβλεπε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αποστασιοποίηση δεν είναι πράξη κακίας. Είναι πράξη εξάντλησης. Είναι το σημείο όπου οι δυνάμεις σου τελειώνουν. Όπου η καρδιά σου δεν αντέχει άλλο να ματώνει για κάτι που δεν γιατρεύεται. Όπου το μυαλό σου αρχίζει να ζητάει χώρο, ανάσα, γαλήνη. Και κυρίως: όπου νιώθεις ότι έχεις χάσει τον εαυτό σου προσπαθώντας να κρατήσεις κάτι άλλο στη ζωή σου. Δεν απομακρύνεσαι γιατί δεν αγαπάς. Απομακρύνεσαι γιατί έχεις αγαπήσει υπερβολικά, εις βάρος σου.
Το πιο παράξενο στην αποστασιοποίηση είναι πως εξωτερικά μοιάζει με δύναμη. Μοιάζει σαν να πήρες αποφάσεις, σαν να έβαλες όρια, σαν να κράτησες τον εαυτό σου όρθιο. Οι άλλοι ίσως να πουν «μπράβο σου που το έκανες». Ίσως να φανείς δυνατός, απόμακρος, σταθερός. Όμως μόνο εσύ ξέρεις πως μέσα σου υπάρχει μια τρύπα. Μικρή ή μεγάλη, αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως εκεί, στο σημείο που κάποτε υπήρχε ελπίδα, τώρα υπάρχει θλίψη. Γιατί κανείς δεν αποστασιοποιείται χωρίς να πονέσει πρώτα. Κανείς δε λέει «φτάνει» χωρίς να έχει κατέβει πολλά σκαλοπάτια πόνου πριν. Και κανείς δεν απομακρύνεται από κάτι που ήθελε, χωρίς να πενθήσει. Η στεναχώρια δεν είναι αδυναμία. Είναι απόδειξη ότι νοιάστηκες αληθινά.
Αν κάτι πρέπει να αναγνωρίζεις στον εαυτό σου, είναι η δύναμη που χρειάστηκε για να φτάσεις ως εδώ. Για να αποφασίσεις να προστατέψεις κάτι εύθραυστο, την ψυχική σου ηρεμία. Για να σταματήσεις να προσπαθείς μόνος. Για να βάλεις φρένο σε έναν κύκλο που δεν οδηγούσε πουθενά.
Το «φτάνει» δε λέγεται εύκολα. Χρειάζεται να ακούσεις τον εαυτό σου όταν σου ψιθυρίζει ότι κάτι σε πονάει. Να ξεπεράσεις τον φόβο της μοναξιάς, της απώλειας, της αλλαγής. Να πιστέψεις πως η ζωή σου αξίζει κάτι καλύτερο από το λίγο, το αβέβαιο, το μονόπλευρο.
Χρειάζεται να δώσεις μάχη με τις ίδιες σου τις προσδοκίες. Να αφήσεις πίσω σου το όνειρο του τι θα μπορούσε να γίνει. Να αναγνωρίσεις ότι μερικές φορές η αγάπη δεν είναι αρκετή, όταν δεν υπάρχει αμοιβαιότητα, σεβασμός, συνέπεια. Αυτή η μάχη είναι δύναμη. Και το ότι την έδωσες, ακόμη κι αν δάκρυσες, είναι θρίαμβος.
Μετά την αποστασιοποίηση, υπάρχει ένα κενό. Μια σιωπή που στην αρχή μοιάζει αφόρητη. Ένα «και τώρα;». Μια περίεργη αίσθηση ότι ξανασυστήνεσαι με τον εαυτό σου. Όμως αυτό το κενό, όσο κι αν πονάει, δεν είναι απειλή. Είναι χώρος. Χώρος για να αναπνεύσεις. Χώρος για να ξεκουραστείς. Χώρος για να δεις πιο καθαρά. Χώρος για να ξαναβάλεις όρια που κάποτε άφησες να γκρεμιστούν. Χώρος για να θυμηθείς ποιος είσαι χωρίς τον φόβο πως θα χάσεις κάποιον.
Σιγά-σιγά, μέσα από το κενό, έρχεται και μια άλλη αίσθηση. Μια ήρεμη βεβαιότητα ότι έκανες το σωστό. Μια ανακούφιση που δεν την ένιωθες όσο ήσουν μέσα στο χάος. Και κάπου εκεί, μια ημέρα που ίσως μοιάζει σαν όλες τις άλλες, θα συνειδητοποιήσεις πως αναπνέεις πιο ελεύθερα. Αυτή είναι η αμοιβή της αποστασιοποίησης: η επιστροφή σου στον εαυτό σου.
Όταν αναγκάζεσαι να απομακρυνθείς, δε σημαίνει ότι έπαψες να αγαπάς. Σημαίνει ότι ξεκίνησες να αγαπάς και εσένα. Και αυτό είναι ίσως το πιο γενναίο πράγμα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος.
