Ξεκινώντας με τον ορισμό του, το ψευτοδίλλημα, εν είδει υποκατηγορίας διλήμματος, αναφέρεται στις περιπτώσεις όπου: (α) ένα φαινομενικό δίλημμα που φέρνει το άτομο σε δύσκολη θέση, παρουσιάζοντας δύο μόνο επιλογές (συνήθως ακραίες) και αποκρύπτοντας άλλες ενδιάμεσες ή άλλους τρόπους προσέγγισης, και (β) όταν ένα άτομο αντιμετωπίζει δύο εξίσου αποτρόπαιες προοπτικές και κατά συνέπεια δεν τίθεται ζήτημα επιλογής του καλύτερου (π.χ. «απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη»).
Έχοντας αυτό κατά νου, εγώ αναρωτιέμαι με πόσα διλήμματα και ψευτοδιλλήματα βρεθήκαμε αντιμέτωποι σε όλη μας τη ζωή και πώς αυτά συνέβαλαν στο χτίσιμο μιας πιο παθητικής στάσης ζωής. Καταρχάς, να πούμε ότι σχεδόν τίποτα στη ζωή δεν είναι άσπρο ή μαύρο, υπάρχουν αμέτρητες ενδιάμεσες καταστάσεις και επιλογές, άσχετα που το μάτι μας δεν έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα ώστε να «διαβάσει» παραπάνω αποχρώσεις. Θα αναφέρω ενδεικτικά το παράδειγμα του σχολείου: «Αν διαβάζεις θα πετύχεις, αν δε διαβάζεις, τι θα απογίνεις;».
Αργότερα στη ζωή αντιμετωπίζουμε και άλλα ανάλογα ερωτήματα και εγκλωβιζόμαστε, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δούμε τι γίνεται δίπλα μας. Σε πολλές περιπτώσεις «φοράμε» σαν ταμπέλα μια επιλογή και την κουβαλάμε σαν βάρος μελλοντικά.
Καριέρα ή οικογένεια.
Λεφτά ή μιζέρια;
Ή το ένα, ή το άλλο. Αν το ένα, τότε όχι το άλλο. Καλώς ή κακώς, έχουμε εκπαιδευτεί στη δυαδική λογική κι, επειδή έχουμε εκτεθεί από μικρή ηλικία σε αυτή, την έχουμε ενσωματώσει και την αναπαράγουμε μηχανικά. Ακόμα κι αν έχουμε εντοπίσει τις συνέπειές της. Πολλές φορές βέβαια αυτό το μοτίβο σκέψης μπορεί να κριθεί αποτελεσματικό υπό συνθήκες, αλλά όπως και κάθε τι στη ζωή, τίποτα δεν είναι πανάκεια. Δεν μπορεί με αυτή τη στάση να ανταπεξέλθει κάνεις απέναντι σε κάθε πρόκληση σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, με ανελέητο βομβαρδισμό πληροφοριών. Και κάπου εκεί αρχίζουν τα προβλήματα. Η ζωή απαιτεί ευελιξία και προσαρμοστικότητα, έννοιες που δε συγκαταλέγονται στον δυαδικό τρόπο σκέψης. Όταν έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε τα όποια ζητήματα προκύπτουν επιλέγοντας ανάμεσα σε δύο λύσεις, τότε μιλάμε για στείρα σκέψη, περιορισμένη ορατότητα και μηδενική ενσυναίσθηση.
Τώρα, ας το δούμε από την άλλη πλευρά, από τη θέση εκείνου που θέτει τα διλήμματα και ειδικά τα ψευτοδιλλήματα. Οι λόγοι που θέτει κάνεις ψευτοδιλήμματα είναι οι ακόλουθοι:
1) Για να οδηγήσει τον ερωτώμενο σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, να εκβιάσει την επιθυμητή απάντηση, πολλές φορές παρουσιάζοντας τη μια επιλογή ως απαράδεκτη.
2) Για να απλουστεύσει τα δεδομένα και να αποκτήσει την αίσθηση του ελέγχου.
3) Για να πιέσει να λάβει άμεσα απάντηση.
4) Γιατί έχει την ψευδαίσθηση ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές.
5) Για να προκαλέσει συναισθηματική αντίδραση. Ειδικά τα δραματικά, ακραία διλήμματα προκαλούν και τις ανάλογης έντασης αντιδράσεις.
Θα ήθελα να σταθούμε λίγο παραπάνω στο τελευταίο και μάλιστα να το εξειδικεύσουμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί, στήνονται πηγαδάκια και με αφορμή κάποιο γεγονός πολλοί χρήστες σπεύδουν να σχολιάσουν. Πρόσφατα διάβαζα για μια υπόθεση πραγματικά συγκλονιστική — όχι με την καλή έννοια. Αφού διάβασα όλο το ρεπορτάζ, στη συνέχεια κατέβηκα στα σχόλια να δω τι γνώμη έχει σχηματίσει ο κόσμος για το συμβάν. Υπήρξαν ποικίλες αντιδράσεις, πολλοί δήλωναν σοκαρισμένοι, άλλοι ζητούσαν αίμα για να ξεπλυθεί το αίμα του θύματος κτλ. Ανάμεσα στα σχόλια όμως είδα και κάτι που πραγματικά με έβαλε σε σκέψεις. Κάποιοι χρήστες, φανερά ενοχλημένοι από τα σχόλια των υπολοίπων, καλούσαν να δουν άλλα γεγονότα εξίσου άγρια και απάνθρωπα που όμως δεν έλαβαν την ίδια έκταση με το συγκεκριμένο. Μάλιστα, είχαν παραθέσει πηγές και παρακινούσαν τους υπόλοιπους αρχικά να ενημερωθούν και στη συνέχεια να κάνουν κάτι! Να ξεσηκωθούν. Στο τέλος ανέφεραν πως το τωρινό περιστατικό στερούνταν βαρύτητας γιατί το ίδιο το θύμα προκάλεσε την τύχη του. Δε θα σταθώ στο victim blaming, είναι άλλωστε ολόκληρο άρθρο από μόνο του, αλλά στον άτυπο διαγωνισμό που υπέβαλαν τα εγκλήματα ενώ το μόνο που θα έπρεπε να μας νοιάζει είναι να πάψουν τέτοια γεγονότα. Να εκλείψουν. Η σημασία του καθενός από αυτά δε μειώνεται ούτε αυξάνεται από τη συχνότητα του φαινομένου. Κάθε είδηση με παρόμοιο περιεχόμενο πρέπει να μας σοκάρει.
Αντίστοιχες ερωτήσεις είναι και το «Ναι αλλά για το Μάτι γιατί δε λέτε τίποτα;», «Ναι αλλά ποιος υπέγραψε την 717;», «ναι αλλά επί ποιου κόμματος κυβέρνηση έγινε το τάδε;» που σκοπό δεν έχουν να φωτίσουν μια τραγωδία και να βρουν λύση πίσω από το γιατί συνέβησαν, αλλά να μετατοπίσουν την ευθύνη σε μία άλλη, που έχουν αποφασίσει ότι είναι μεγαλύτερη, ή χωρίς την ορατότητα που της πρέπει. Λες και μπορούν να συγκριθούν δυο τραγωδίες, ποια την έχει μεγαλύτερη.
Και πραγματικά αναρωτιέμαι, πόσο στρεβλή εικόνα της πραγματικότητας μπορεί να έχει κάποιος που σκέφτηκε κι εκφράστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Πώς είναι δυνατόν, όταν μιλάμε για β1α, να αναλωνόμαστε σε συγκρίσεις θέτοντας ψευτοδιλλήματα είτε προς εμάς τους ίδιους είτε προς τρίτους, ώστε να επιλέξουμε πού θα στρέψουμε την προσοχή μας; Όσο κι αν έχουμε εκπαιδευτεί σε αυτή τη λογική, θεωρώ αδιανόητη αυτή την πρακτική. Κι επειδή το διαδίκτυο είναι δημόσιος λόγος όπου ο καθένας μας μπορεί να γράψει τη γνώμη του αλλά και να διαβάσει των άλλων, η τεχνική του ψευτοδιλλήματος είναι δυνάμει επικίνδυνη. Αποπροσανατολίζει, κι εμείς είμαστε ήδη «τσιπαρισμένοι» να λειτουργούμε έτσι.
Πόσα άλλα τέτοια παραδείγματα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν. Πόσες ακόμα φορές θα κληθούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε δύο, ενώ υπάρχουν τόσες ενδιάμεσες περιπτώσεις.
Και μη χειρότερα, λέμε. Ακόμα και αυτή η τόσο συχνά χρησιμοποιούμενη φράση κρύβει το δυαδικό σύστημα· αντιμετωπίζουμε μια άσχημη τροπή και ευχόμαστε να μην έρθει μια χειρότερη από αυτή. Για κάτι ευχάριστο και θετικό ούτε λόγος. Δεν είναι μέσα στις διαθέσιμες επιλογές.
Εγώ λοιπόν, σε έναν κόσμο που ρωτάει δίχως ίχνος ντροπής «σοκολάτα ή βανίλια», διαλέγω καραμέλα.
Και μάλιστα αλμυρή.
