Στις κινηματογραφικές αίθουσες έκανε πρεμιέρα από τις 25 Δεκεμβρίου η πολυσυζητημένη ταινία του Γιάννη Σμαραγδή «Καποδίστριας». Η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως δραματική βιογραφική και βασίζεται στην ζωή και το έργο του Πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.

Αν έπρεπε να δώσω μια κριτική για την συγκεκριμένη ταινία ως λάτρης του κινηματογράφου αλλά και Ελληνίδα, θα την χώριζα καθαρά σε δυο επίπεδα : το κινηματογραφικό και το ηθικό – υπαρξιακό. Γιατί εκεί ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη της αντίφαση.

Όσον αφορά το κινηματογραφικό της στοιχείο, η ταινία είναι προβληματική σκηνοθετικά. Έχει αδυναμίες στο μοντάζ, στη ροή, σε διαλόγους που μοιάζουν περισσότερο θα λέγαμε διδακτικοί παρά βιωματικοί. Υπάρχουν στιγμές που θυμίζει περισσότερο ιστορικό θεατρικό αναλόγιο παρά σύγχρονο σινεμά. Ιδίως την στιγμή της επανάστασης του 1821 που συγνώμη δείχνει μια χούφτα τσολιάδες -μετά βίας μετράς 20 κομπάρσους, που αν παρατηρήσετε και καλά ο άλλος ορμάει περιχαρής γελώντας- που είναι θα λέγαμε μια άβολη στιγμή της προβολής. Η ταινία δεν έχει κινηματογραφική τόλμη ή τη δραματουργική οικονομία που θα περίμενε κανείς από ένα τέτοιο έργο βαρύτητας.
Και όμως αυτό να που δεν καταφέρνει ως τέχνη, με κάποιο τρόπο το πετυχαίνει αλλιώς. Η ταινία λειτουργεί θα έλεγα ως ηθικός καθρέφτης. Δεν σε αφήνει άνετο, δεν σε «διασκεδάζει», αλλά σε βαραίνει. Και αυτό για εμένα προσωπικά δεν είναι αποτυχία αλλά επιλογή. Ο Σμαραγδής δεν παρουσιάζει τον Καποδίστρια – αυτόν τον λαμπρό Έλληνα διπλωμάτη- ως ήρωα με την εύκολη έννοια του όρου αντίθετα τον παρουσιάζει ως έναν άνθρωπο σχεδόν ξένο στον ίδιο του τον λαό. Έναν άνθρωπο βαθιά πιστό, όχι μόνο στην Παναγία και στον Θεό αλλά και στην έννοια της ευθύνης. Ένα μυαλό λαμπρό, ασκητικό, που δεν ήρθε για να κυβερνήσει αλλά για να υπηρετήσει τον λαό του, με πλήρη αυταπάρνηση.

Και εκεί ακριβώς γεννιέται η δική μου οργή. Γιατί η πιο σκληρή αλήθεια της ταινίας δεν είναι ότι τελικά τον σκότωσαν μετά από όλα αυτά που έκανε για την απελευθέρωση της Ελλάδας και της ανακήρυξής της ως ελεύθερο ανεξάρτητο κράτος αλλά ΠΟΙΟΙ τον σκότwσαν. Όχι οι «ξένοι», όχι οι εχθροί αλλά οι ίδιοι οι Έλληνες που δεν άντεξαν την τάξη, την ηθική, την μη διαφθορά και τη θυσία χωρίς αντάλλαγμα.

Ο Καποδίστριας πλήρωσε αυτό που πληρώνουν συχνά οι άνθρωποι που προηγούνται της εποχής τους : δεν τους χωράει ο καιρός τους. Και αυτό Σμαραγδής το αποτύπωσε με εξαίσιο τρόπο. Γιατί κάπου εδώ η ταινία – ίσως και άθελά της- γίνεται διαχρονική. Είναι σαν ο Σμαραγδής να μην ήθελε να μιλήσει μόνο για το 1831 αλλά να τονίσει μια επαναλαμβανόμενη ελληνική πληγή : την αδυναμία που έχει η Ελλάδα να προστατεύσει τους ανθρώπους που δεν παίζουν το παιχνίδι των λίγων και καλά κρατούντων.

Η ντροπή που ένιωσα προσωπικά βλέποντας όλη την συνωμοσία του θaνάτου του δεν ήταν ίσως τόσο εθνική όσο ηθική. Και αυτό για εμένα ήταν το πιο ενδιαφέρον συναίσθημα που αφήνει η συγκεκριμένη ταινία. Όχι εθνικιστική υπερηφάνεια, όχι συγκίνηση «σημαίας» αλλά μια βαθιά, ήσυχη ντροπή : « Τι κάνουμε στους ανθρώπους που αγαπούν ανιδιοτελώς?» ψιθύρισα στο τέλος καθώς μια γεμάτη αίθουσα χειροκροτούσε κυριολεκτικά -είχα χρόνια να το βιώσω αυτό σε μια κινηματογραφική αίθουσα-.

Η ταινία λοιπόν σου θυμίζει ότι η Ελλάδα δεν έχασε απλώς έναν κυβερνήτη αλλά έχασε μια ευκαιρία να χτιστεί αλλιώς.

Οπότε ως τελική κρίση θα πω πως ως ταινία είναι ατελής αλλά ως εμπειρία απαραίτητα. Μπορεί να μην την θυμάσαι για την σκηνοθεσία της, θα την θυμάσαι όμως για το βάρος που άφησε στο στήθος σου. Για την οργή και την θλίψη που σου προκάλεσε και για την σκέψη ότι μερικές φορές δεν είμαστε αντάξιοι των ανθρώπων που αγάπησαν πραγματικά αυτόν τον πολύπαθο τόπο. Και ίσως τελικά, αυτή να είναι η πιο τίμια κριτική που μπορεί να δεχτεί ένα έργο τέχνης : ότι δεν σε αφήνει όπως σε βρήκε.

Συντάκτης: Φραγκούλα Χατζηαγόρου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη