Για πρώτη φορά στην ιστορία, η απασχόληση δεν συνδέεται πλέον με καλύτερη ψυχική υγεία για τους νέους. Παραδοσιακά, το να έχει κανείς δουλειά θεωρούνταν δείκτης ευτυχίας και σταθερότητας, το λεγόμενο «προνόμιο της ευτυχίας». Ωστόσο, σύμφωνα με έρευνα του National Bureau of Economic Research, αυτό το πλεονέκτημα έχει εξαφανιστεί εντελώς για τους εργαζόμενους κάτω των 25 ετών.

Η μελέτη, υπό τους οικονομολόγους David Blanchflower και Alex Bryson, ανέλυσε δεδομένα πολλών ετών και διαπίστωσε ότι τα επίπεδα «ψυχικής απελπισίας» ανάμεσα σε νέους εργαζόμενους της γενιάς Ζ έχουν φτάσει, σε πολλές περιπτώσεις, ή ακόμη και ξεπεράσει αυτά των ανέργων συνομηλίκων τους. Οι ερευνητές επισημαίνουν παράγοντες όπως η απώλεια αυτονομίας, η αυξημένη ψηφιακή επιτήρηση και η πίεση σε entry-level θέσεις, όπου οι εργαζόμενοι νιώθουν «υπερανιχνευόμενοι» αλλά ανεπαρκώς υποστηριζόμενοι.

Δεν είναι τυχαίο που την σημερινή εποχή οι νέοι δηλώνουν εξουθενωμένοι και περισσότερο καταθλιπτικοί όταν εργάζονται κάπου παρά όταν είναι άνεργοι. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε όλο τον κόσμο, σε διαφορετικό βαθμό σε κάθε χώρα αλλά σήμερα θα μιλήσουμε για την Ελλάδα. Εκατοντάδες νέοι καθημερινά μπαίνουν σε site εύρεσης εργασίας προκειμένου να βρουν τη θέση που ταιριάζει περισσότερο στις ανάγκες τους. Εκεί όμως που καταλήγουν, είναι να έρθουν αντιμέτωποι με τις αμέτρητες παθογένειες που έχει χώρα μας στον εργασιακό τομέα. Ας αναλυθούν λοιπόν οι λόγοι για τους οποίους ένας νέος εργαζόμενος οριακά δεινοπαθεί κάθε μέρα στο περιβάλλον εργασίας του.

Ακόμη κι αν κάποιος έχει τελειώσει ένα πανεπιστήμιο, έχει δώσει εξετάσεις για υπολογιστές, έχει proficiency, δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο στο μισθολόγικο κομμάτι μιας δουλειάς. Νέοι, με πτυχία και μεταπτυχιακά κατάληγουν  να δουλεύουν σε περιβάλλοντα εστίασης, χωρίς 14 μισθούς, δίχως ένσημα και ασφάλιση, κάτω υπό περιβάλλοντα πλήρης κακομεταχείρισης. Δεν είναι λίγοι οι εργοδότες που απαιτούν από ένα εργαζόμενο να κάνει πολλά περισσότερα καθήκοντα από αυτά που είχε συμφωνήσει πριν προσληφθεί. Και αυτό θα ακουγόταν κάπως πιο ωραίο αν όσο αυξάνονταν τα καθήκοντα, αυξανόταν και οι μισθοί. Βέβαια τέτοιο σενάριο δεν παίζει. Είναι περισσότερο πιθανό να μην έχεις  καθόλου εργασία παρά να βρεις κάποια εργασία η οποία θα απαιτεί από σένα να κάνεις μόνο αυτό που έχει σπουδάσει, αυτό που ξέρεις, που έχεις ξεκάθαρο πως θέλεις.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι υπάλληλοι να παθαίνουν burnout. Οχι μόνο από τις απλήρωτες υπερωρίες αλλά και από την διεκπεραίωση αρμοδιοτήτων που δεν έχουν σχέση με την θέση τους. Εκτός  από την υποστελέχωση στα εργασιακά περιβάλλοντα υπάρχει και ο κίνδυνος εργατικού ατυχήματος. Δεν είναι λίγες οι επιχειρήσεις που δεν κάνουν ανακαίνιση στα καταστήματα, δεν κάνουν συντήρηση στα μηχανήματα που μπορεί να έχουν, δεν λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ατομικής προστασίας. Όλα αυτά δημιουργούν τόσο μία οικονομική αστάθεια όσο και μία ψυχική επιβάρυνση. Από ένα σημείο κι έπειτα όσο αλλάζεις εργασιακά περιβάλλοντα και εργοδότες, καταλαβαίνεις πως τα προβλήματα είναι πολλά. Έτσι δυσκολεύουν και οι ισορροπίες  μεταξύ εργασίας και κοινωνικής ζωής. Όσο εργάζεσαι 11-12 ώρες τη μέρα για να τα βγάλεις εις πέρας οικονομικά μειώνονται οι αντοχές που έχεις για να διαθέσεις στους φίλους σου, στην οικογένεια σου, στο σύντροφό σου.Έμμεσα ή άμεσα αυτό προσδίδει βάρος στον άνθρωπο. Τον κρατά μακριά από τους αγαπημένους του. Αυτό αυξάνει τα επίπεδα άγχους και ικανοποίησης από την προσωπική ζωή. Κάτι απολύτως φυσιολογικό. Το να διατηρεί κάνεις μία υγιή κοινωνική ζωή διατηρώντας τις εξόδους και τις επαφές του, είναι υψίστης σημασίας για την γενικότερη του ευημερία. Οφείλουμε εκτός από το να  εργαζόμαστε να ζούμε. Να είμαστε παρόντες στις στιγμές,  ψυχικά, σωματικά, πνευματικά.

Η gen Z σε σύγκριση με τους παλαιότερους, βλέπει τη δουλειά ως παράγοντας πίεσης και εξουθενώσης χωρίς αμοιβές. Τα πράγματα δεν είναι όπως παλαιότερα που οι άνθρωποι εργαζόντουσαν για να νιώθουν περισσότερη ασφάλεια. Μπορούμε να κρατάμε ελπίδες πως τα πράγματα κάποια στιγμή θα αλλάξουν προς το καλύτερο . Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Με κάποια πολύ απλά βήματα. Για παράδειγμα, θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα αν δεν χρειαζόταν να γίνονται υπερωρίες από τους υπαλλήλους. Με άλλα λόγια το οκτάωρο να είναι συνεπές. Οι εργοδότες θα πρέπει να σταματήσουν να απαιτούν από τους εργαζόμενους να κάνουνε πάρα πολλά πράγματα ταυτόχρονα τα οποία δεν αντιστοιχούν στις αρμοδιότητές τους. Έτσι υπάλληλοι θα αισθάνονται μεγαλύτερη ασφάλεια και σιγουριά με τον εαυτό τους και φυσικά θα έχουν καλύτερη απόδοση πάνω σε αυτό που τους έχει ανατεθεί και που γνωρίζουν. Καλό θα ήταν σε επιχειρήσεις και εταιρείες να υπάρχουν αρμόδιοι στο τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού έτσι ώστε όλα τα προβλήματα που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια της εργασίας να μπορούν να λυθούν με αλήθεια, σεβασμό και κατανόηση. Οι ειδικοί  που προσλαμβάνονται για να εκπροσωπήσουν μία θέση σε μία εταιρεία θα πρέπει να περνούν από συνεντεύξεις προκειμένου να κρίνονται ως κατάλληλοι ή όχι για μία συγκεκριμένη θέση.

Η γενιά μας έχει αρχίσει να καταλαβαίνει πως σημασία δεν έχει να αναλώνεσαι καθημερινά σε ένα περιβάλλον που δε σε χωράει, δε σε τιμάει και φυσικά δε σου προσφέρει τα απαραίτητα.  Μεγαλύτερη σημασία έχει το να νιώθεις καλά ψυχικά και σωματικά, να προσπαθήσεις να βρεις ένα καθεστώς εργασίας τα οποία θα σου επιτρέπει να είσαι όσο το δυνατόν περισσότερο ο εαυτός σου (ακόμα κι αν χρειαστεί να δοκιμαστείς από πολλά εργασιακά περιβάλλοντα), να μπορείς να ζήσεις αξιοπρεπώς και να μην ξοδεύεις τον  χρόνο σου μόνο στη δουλειά. Καλή και η δουλειά αλλά περισσότερο καλοί εμείς.

Συντάκτης: Μαριτίνα Γιαρτζή
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη