Οι περισσότερες ρομαντικές ταινίες απαθανατίζουν το πώς γνωρίστηκε ένα ζευγάρι, πώς τυλίχτηκαν ο καθένας με τη σειρά του στα δίχτυα του έρωτα, στηριγμένα όλα αυτά φυσικά στο γεγονός ότι ανέκαθεν οι δύο τους ήταν και παραμένουν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον –ή αλλιώς αδελφές ψυχές– κι έτσι στο εξής θα ζήσουν τα εναπομείναντα χρόνια τους μαζί πανευτυχείς.

Όμως, ελάχιστες ταινίες έχω δει να ασχολούνται με τον πόνο ενός χωρισμένου ανθρώπου και δεν εννοώ τη γνωστή σε όλους μας εικόνα που ανακυκλώνουν –να κάθομαι μέσα στο σπίτι όλη μέρα και να τρώω παγωτό θρηνώντας–, εννοώ ταινίες που να αναφέρονται στο πώς ένας άνθρωπος προσπαθεί να ξεπεράσει τον πρόσφατο χωρισμό του ή να διαχειριστεί την απόρριψη από κάποιον που αγαπούσε πολύ.

Ελάχιστα τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια έχουν ως αντικείμενό τους την παραπάνω κατάσταση κι ακόμα κι αν το κάνουν, παρουσιάζουν περισσότερο μια καρικατούρα παρά μια πραγματικότητα και γι’ αυτό πολλές φορές η συμπεριφορά των φρεσκοχωρισμένων ή βαθιά πληγωμένων ανθρώπων γίνεται εύκολα παρεξηγήσιμη.

Για παράδειγμα, ένας φίλος μας χωρίζει από μία σχέση και σχεδόν ταυτόχρονα χωρίζει κι ένας ακόμη γνωστός μας. Ρωτάμε, λοιπόν, το φίλο μας ποια είναι η γνώμη του γι’ αυτό το φινάλε στο δεσμό των, ας πούμε, κοινών γνωστών μας. Η απάντησή του κατά πάσα πιθανότητα θα ‘ναι κάπως κυνική. «Ε, εντάξει, όλοι κάποτε χωρίζουν» -απάντηση, που μας φαίνεται περίεργη όταν την ακούμε απ’ το φίλο μας με τέτοια άνεση έκφρασης κι ένα ελαφρύ μειδίαμα, σαν να φαίνεται να χαίρεται λίγο με το χωρισμό του άλλου.

Δεν καταλαβαίνουμε, όμως –κι ίσως γι’ αυτό μας εκπλήσσει η αντίδρασή του– την απογοήτευση και τη θλίψη που κουβαλά ο φίλος μας για όλες τις αναμνήσεις της σχέσης του και το άδοξο τέλος της, αλλά πάνω από όλα για τα συναισθήματα που μοιράστηκε με το σύντροφό του κι όλα τα κοινά σχέδια που ναυάγησαν. Δεν μπορούμε να τον κατανοήσουμε, αλλά δεν μπορούμε κιόλας να τον κατηγορήσουμε.

Στην ουσία όλο αυτό λειτουργεί κατά κάποιον τρόπο σαν συμπαράσταση και σαν επιβεβαίωση πως δε συνέβη μόνο σε ‘κείνον. Έτσι μαζεύει και τα δικά του σπασμένα κομμάτια των προσδοκιών του κάθε φορά που βλέπει κάποιον άλλον να χωρίζει ή να πληγώνεται. Δεν το κάνει από κακία, αλλά πιστεύει ότι τώρα και κάποιος άλλος είναι στην ίδια κατάσταση απογοήτευσης και στην ίδια διαδικασία επανεκκίνησης με αυτόν και τον καταλαβαίνει. Αισθάνεται πως βρήκε ένα σύμμαχο.

Δεν είναι διόλου εύκολο να πληγώνεσαι και να προσπαθείς να μη φανεί ιδιαίτερα στους άλλους. Δεν είναι εύκολο να πεθαίνει κάτι μέσα σου και ταυτόχρονα να πρέπει να το αναστήσεις. Κι απ’ την άλλη πλευρά, έχεις και τους φίλους να σε λένε σκληρό, και να σε κατηγορούν πως χαίρεσαι με τον πόνο των άλλων, ενώ σε παρηγορούν με το γνωστό ρητό «για κάθε χρόνο σχέσης θες τρεις μήνες να τον ξεπεράσεις». Ανούσια λόγια κι επιφανειακές προσπάθειες να σε νιώσουν.

Αδυνατούν να καταλάβουν πως ακόμη κι ως χωρισμένος (και συνάμα πληγωμένος) μπορεί να τρέφεις ελπίδες επανασύνδεσης. Κι ας το ξέρεις πως δεν υπάρχει αμοιβαιότητα συναισθημάτων με τον πρώην σύντροφό σου, είναι δύσκολο να τα βάζεις με σένα για να καταπολεμήσεις την επιθυμία σου. Θες χρόνο. Ακόμη κι αν το θέλουν, μακριά απ’ τη θέση σου δεν μπορούν να σε κατανοήσουν, σε αντίθεση με κάποιον άλλον φρεσκοχωρισμένο που ακόμα κι άγνωστος να σου είναι, ξέρει καλύτερα απ’ όλους πώς αισθάνεσαι, γιατί περνάει το ίδιο.

Ως συμπέρασμα, φίλοι πληγωμένων ανθρώπων, κρατείστε ένα πράγμα: Οι απογοητευμένοι/χωρισμένοι δείχνουν να χαίρονται με το χωρισμό των άλλων όχι από συναισθηματική αναλγησία ή μικρόψυχη εκδικητικότητα, αλλά επειδή και κάποιος άλλος πλέον συμπάσχει βουβά μαζί τους. Δεν είναι, λοιπόν, ζήτημα κακίας αλλά ζήτημα ανθρώπινης κατανόησης.

Συντάκτης: Βίκυ Αντωνιάδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη