Η ζήλια αποτελεί ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Όταν όμως συνδέεται με τον έρωτα, αλλάζει μορφή, γίνεται όπλο, μέσο, κίνητρο. Η ιστορία είναι γνωστή από παλιά: κάνεις τον άλλον να ζηλέψει για να καταφέρεις να τον φέρεις κοντά σου, για να τεστάρεις τα συναισθήματά του, ή απλώς για να τον πικάρεις λίγο παραπάνω. Σαδιστικό; Ίσως.

Ο κάθε άνθρωπος μέσα στη σχέση θα έχει σκεφτεί έστω μία φορά να δοκιμάσει αυτό το κολπάκι, που τις περισσότερες φορές πιάνει. Όσο πιο καλός ηθοποιός είσαι τόσο καλύτερα μπορείς να το χειριστείς, να πείσεις και να κάνεις τον άνθρωπο απέναντί σου να μην ξέρει από πού του ήρθε. Το σημαντικό είναι να μην υπερβάλλεις και καταλάβει η άλλη πλευρά πως όλο αυτό είναι απλώς ένα τέχνασμα. Τι γίνεται όμως αν βρίσκεσαι εσύ στην άλλη πλευρά; Είναι όντως περίεργο να συνειδητοποιείς πως κάποιος κάνει κάτι απλώς για να ζηλέψεις.

 

 

Πάντα υπάρχουν σημάδια που το δείχνουν, απλώς πάνω στον έρωτά μας δεν τα βλέπουμε και τσιμπαμε πανεύκολα. Το πιο κραυγαλέο είναι η υπερπροσπάθεια. Όταν έχεις λερωμένη τη φωλιά σου, σίγουρα προσπαθείς να κρύψεις τα στοιχεία που θα σε προδώσουν. Αν όμως ο άνθρωπός σου, αντί να κρύβεται, είναι στα όρια του να κρεμάσει ταμπελάκι με νέον και να σου φωνάζει “κοίτα τι κάνω εδώ”, μάλλον αυτός είναι ο τρόπος του για να σε πικάρει.

Η πιο συχνή τακτική στα κόλπα της ζήλιας είναι η αδιαφορία. Πώς θα καταλάβεις λοιπόν πότε αποτελεί απλώς ένα τέχνασμα; Μα φυσικά όταν αυτή η αδιαφορία αρχίζει και γίνεται υπερβολική. Από ‘κει που ο άνθρωπος που σε ενδιέφερε σου έδινε σημασία, σου μιλούσε, σου έδειχνε τις προθέσεις του ξαφνικά τα κόβει όλα μαχαίρι. Εξαφανίζεται σαν να του πάτησες τον διακόπτη του mute, αν όμως κάνεις εσύ την πρώτη κίνηση όλα λειτουργούν πάλι όπως πριν. Σε μια άλλη έκφραση του ίδιου μοτίβου, αρχίζει να σου μιλάει γι’ άλλα πρόσωπα, αρχίζει να δημιουργεί ένα χαλαρό κλίμα μεταξύ σας το οποίο όμως είναι σαν να δημιουργήθηκε επιτηδευμένα και καθόλου οργανικά.

Ίσως ξαφνικά να δεις να εμφανίζονται κι ανύπαρκτοι ανταγωνιστές σαν να προσπαθεί να σε βάλει στη διαδικασία να κερδίσεις τους αόρατους μνηστήρες, ή από το πουθενά προσέχεις πως ξεκινάει να μιλάει με άτομα τα οποία μέχρι τώρα δεν επικοινωνούσε κι ούτε ενδιαφέρονταν να το κάνει, επιδεικτικά μπροστά σου, έντονα, με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε εσύ να το παρατηρήσεις αλλά να νιώσεις κι άβολα, βάζοντάς σας σε μια σύγκριση από την οποία βγαίνεις ξεκάθαρα ηττημένος.

Τώρα το ερώτημα είναι τι κάνεις εσύ πάνω σ’ αυτό. Υπάρχουν δύο τινά. Ή θα αδιαφορήσεις, ή θα μπεις κι εσύ μέσα στο παιχνίδι. Όταν η κατάσταση δεν είναι ακραία και σε τέτοιο σημείο που να νιώθεις ότι σε προσβάλει ή σε υποτιμά, κι όσο όλο αυτό μένει στα όρια ενός ωραίου ερωτικού παιχνιδιού, μπορείς κι εσύ ν’ ακολουθήσεις τους κανόνες. Γύρισε την παρτίδα με το μέρος σου. Κάνε ότι τσιμπάς, ότι τελικά το κόλπο έπιασε. Δώσε αυτό που θέλει και δες πού θα σας βγάλει η εκδηλωτικότητά σας.

Από την άλλη, μπορείς και να το παίξεις εντελώς ανυποψίαστος και να πάρεις τα ποπκόρν σου παρακολουθώντας την άλλη πλευρά να σκυλιάζει ακόμα περισσότερο, όσο εσύ θ’ αποδεικνύεις ότι αυτά τα παιχνιδάκια ποτέ δεν είναι αποτελεσματικά. Γιατί, μην ξεχνάμε, πως το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται. Απλώς σιγουρέψου, όποια τακτική κι αν ακολουθήσεις, πως δε θ’ αφήσεις να χαλάσει η σχέση λόγω αυτών των μικρών παραστρατημάτων. Δώσε την ευκαιρία στον άνθρωπό σου να ανοιχτεί, αν μπορείς ιδανικά βοήθησέ τον να συζητήσει την κατάσταση και το για ποιο λόγο έφτασε να θεωρεί ότι χρειάζεται να κερδίσει την προσοχή σου με αυτόν τον τρόπο.

Ας το παραδεχτούμε, η μέθοδος της ζήλιας χρησιμοποιείται συχνά γιατί πιάνει σχεδόν πάντα, αφού στόχος της είναι ο ανθρώπινος εγωισμός που τον έχουμε μπόλικο. Γιατί είμαστε άνθρωποι, κι οι άνθρωποι όταν νιώθουμε πως χάνουμε κάτι που έχουμε σίγουρο, αντιδράμε, ξυπνάμε και καταλαβαίνουμε πως αν χαλαρώνουμε υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές. Έτσι, το παιχνίδι της ζήλιας θα μείνει στους αιώνες των αιώνων το αγαπημένο παιχνιδάκι ανάμεσα στους εραστές. Το θέμα είναι να ξέρεις και να το παίζεις βέβαια, χωρίς να πληγωθεί κανείς. Εκεί κρύβεται κι η τέχνη του.

Συντάκτης: Αλίκη Ζωγράφου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου