Θες να ‘σαι ολοκληρωτικά δοσμένος σε κάποιον κι εκείνος αμοιβαία σε εσένα. Τόσο που να ‘ναι αδιανόητο να ανήκεις αλλού, ίσως ούτε καν στον εαυτό σου. Κι έτσι αφήνεσαι, αφού δένεσαι σφιχτά, μπαίνοντας σε ένα παιχνίδι κτητικότητας.

Μας αρέσει, πράγματι, να νιώθουμε κτήμα κάποιου, όταν ερωτευόμαστε. Να γινόμαστε, με την άδειά μας, δικό του απόκτημα, υποχείριο και παιχνίδι. Να κρεμόμαστε πάνω από έναν άνθρωπο που είναι βέβαιο πως δε θα μείνει gia πολύ, αλλά θα μας κάνει να αισθανθούμε πως έστω και για λίγο κάπου ανήκαμε, αφού μάλλον δε μάθαμε πώς να ανήκουμε σε μας.

Εθιζόμαστε σε σχέσεις που μας αιχμαλωτίζουν, γιατί αυτές οι ίδιες είναι που κουβαλούν ένταση, πάθος κι αρκετή δόση τρέλας, και μόνο έτσι μάθαμε να περιγράφουμε τον έρωτα. Να πνιγόμαστε απ’ την αδρεναλίνη αλλά και τον απόλυτο πόθο, να μας κόβει την ανάσα η έλξη προς τον άνθρωπό μας, και χαλάλι αν εκείνος κρατά το χαλινάρι. Έτσι, κάπως ασυναίσθητα, το δέσιμο μάς κάνει δέσμιους σε μια συναισθηματική φυλακή που τη χαρακτηρίζει η παράνοια του απόλυτου.

Η κτητικότητα, που τη βαφτίσαμε ένδειξη ενδιαφέροντος, είναι μία τάση ακραία ανασφαλής κι εγωιστική, κι έτσι τροφοδοτεί και σιγοντάρει κι άλλες ακραίες ενέργειες και συμπεριφορές, καμουφλάρει την τοξικότητα και τον χειρισμό στο όνομα ενός ανεξέλικτου πάθους.

Υπάρχει πάντα η δικαιολογία του «απόλυτου έρωτα» –που ανάθεμα κι αν κανείς μας μπορέσει να τον αγγίξει έστω και μία φόρα– για να ωραιοποιήσει μία κατάσταση που είναι παθολογικά άρρωστη εξαρχής. Τα λάθη, λόγω αυτής, ακολουθούν το ένα το άλλο και φυσικά καταλήγουν πάντα σε μία απλόχερη άφεση αμαρτιών, λόγω βαθύ πόθου. Οι υπερβολές φαντάζουν με το κερασάκι στην τούρτα, πάνω σε μία σχέση φυλακή, που δίνει πάντα ελαφρυντικά κάνοντας κανόνα τις ακρότητες.

Θέλουμε ο άλλος να μην έχει ανάγκη από άλλη παρηγοριά, παρά μόνο τη δική μας. Θέλουμε να ‘ναι εκεί και να απαιτεί τον περισσότερο χρόνο που θα μπορούσαμε να του δώσουμε. Θέλουμε να  εντρυφήσουμε στη ζωή του, σε κάθε πτυχή κι ιστορία, σκοτεινή ή μη, που θα μας έκανε να μάθουμε τα πάντα για εκείνον, γιατί απλά το μυαλό μας τρελαίνεται στη σκέψη πως υπάρχει έστω και μία μικρή παράγραφος απ’ τη ζωή του που δεν την έχουμε διαβάσει, που δεν την έχουμε υπογραμμίσει με την παρουσία μας.

Χάνουμε το μέτρο, που ίσως ποτέ να μην ψάξαμε να βρούμε, μα αντ’ αυτού ψάχνουμε κινητά κι αφορμές για σκηνές ζηλοτυπίας, βγάζοντας τον χειρότερο εαυτό μας, όταν νιώσουμε πως χάνουμε κάτι που είναι μόνο δικό μας. Όμως οι άνθρωποι δε φοράνε ταμπέλες «ρεζερβέ». Μόνο τον εαυτό σου μπορείς να αποκαλείς «δικό σου». Αλλιώς μη φοράς ούτε την ταμπέλα μιας υγιούς σχέσης.

Ας πάψουμε να ανακυκλώνουμε εκείνες τις φτιαχτές δικαιολογίες πως τάχα όσο πιο δυνατά είναι τα συναισθήματά μας τόσο πιο βέβαιο πως θα πέσουμε σε υπερβολές και κτητικότητες. Για πόσο ακόμα θα ψάχνεις άλλοθι στην ένταση όσων νιώθεις, όσων δεν ξέρεις πώς να ελέγξεις, με τις ανασφάλειές σου και τη χειριστικότητά σου να γίνονται ένα πελώριο κύμα που απειλεί να πνίξει τον άνθρωπο που διατείνεσαι πως νοιάζεσαι;

Όσο κι αν θες ο άνθρωπός σου να ‘ναι δικός σου, για να του ανήκεις και να σου ανήκει, πέτα τίτλους ιδιοκτησίας και τις ιδέες για δύο μισά που κάνουν ένα ολόκληρο. Είσαι ένας κύκλος κι ο σύντροφός σου ένας άλλος. Δύο κύκλοι –γεμάτοι με εμπειρίες, φόβους, επιθυμίες, όνειρα– κυλούν καλύτερα από δύο ημικύκλια, και φτάνουν πιο μακριά.

Συντάκτης: Δέσποινα Δημησιάνου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη