Η εξεταστική μόλις έχει τελειώσει κι εσύ μαζεύεις τα πράγματά σου για να την κάνεις με ελαφρά πηδηματάκια για λίγες μέρες μακριά απ’ το κλεινόν άστυ για να βρεθείς δίπλα στη μάνα σου που σε περιμένει πώς και πώς. Μαζί μ’ αυτήν σε περιμένουν και τα λαχταριστά κεφτεδάκια με τις τηγανιτές πατάτες που τόσο πολύ σου έχουν λείψει, καθώς καλό κι ιερό το πιτόγυρο αλλά κάποτε λιμπίζεσαι τα σπιτικά μαγειρευτά.

Εκτός απ’ το διάβασμα και το πακετάρισμα όταν χρειάζεται, άλλη μια δύσκολη υπόθεση για εμάς τους φοιτητές είναι κι ο τρόπος μετακίνησης προς κι από το πατρικό μας. Λίγοι φοιτητές έχουμε αμάξι πλέον στην εποχή μας, καθώς τα έξοδα συντήρησης είναι αρκετά. Έτσι, λοιπόν, αν οι συνθήκες των αποστάσεων το επιτρέπουν, συνήθως καταλήγεις στην παραδοσιακή λύση του ΚΤΕΛ· ένα όνομα και μία ιστορία από μόνο του.

Εκεί που τα πάντα μπορούν να συμβούν, σ’ έναν υπέροχο προορισμό με μουσική υπόκρουση απ’ τα πατατάκια που τρώει ο διπλανός σου ή τα μπισκότα που λιγουρεύεσαι και δεν μπορείς να φας. Είναι μια αλήθεια ότι όταν βλέπουμε τον διπλανό μας να τρώει, μας πιάνει και μας μια λιγούρα, ένα μίσος που χλαπακιάζει και δε μας δίνει έστω ένα μπισκοτάκι. Τρεις ολόκληρες ώρες ταξίδι έχουμε μπροστά μας, δε μας λυπάται κανείς;

Και σαν να μην έφτανε αυτό, έχουμε και τον πίνακα ελέγχου, λες και ταξιδεύουμε σε εκτός Σένγκεν πτήση και πρέπει να περάσουμε από ακτίνες X-ray. Για φοιτητικό εισιτήριο πας στα εκδοτήρια, μόνο ΑΦΜ και Ε9 δε σου ζητάνε. «Φοιτητής είστε; Παρακαλώ, θα μπορούσα να έχω τη φοιτητική σας ταυτότητα;» δίνεις το πάσο σου και λες, άντε, πάμε παρακάτω. «Μα δε μοιάζετε στη φωτογραφία, είστε σίγουρα εσείς;», με ύφος φανερά εκνευρισμένο αλλά και σχετική ηρεμία, απαντάς «Εγώ είμαι, απλά ο πλαστικός έχει κάνει πολύ καλά τη δουλειά του». Ψάχνει ημερομηνίες, μπας και σου πει πως έχει λήξει, αλλά δε θα σε εκδικηθεί σήμερα. Μένει να κοιτάζει μ’ ένα βλέμμα σιχασιάς, σαν να μην ήθελε ποτέ να περάσεις το κατώφλι στα εκδοτήρια που τολμάς και το παίζεις κι έξυπνος.

Αφού, λοιπόν, βγάλεις το εισιτήριό σου κι επιβιβαστείς στο πούλμαν, ξέρεις πως όλο το ταξίδι θα ‘ναι μαρτυρικό. Από πού να πρωτοξεκινήσω; Απ’ τις άβολες θέσεις που αν έχεις και διπλανό χάνεται κάθε έννοια προσωπικού χώρου; Ή απ’ το ότι μπαίνεις και βρίσκεις στη θέση σου κάποιον άλλον; Κι αφού ευγενικά του λες «Συγγνώμη, αυτή η θέση που κάθεστε είναι η δική μου» και χαμογελάς μ’ αυτό το σαρδόνιο χαμόγελο, σου απαντάει κάτι του στιλ «Καλά, ρε φιλαράκι, με το συμπάθειο κιόλας, μη μας δείρεις» λες κι εσύ άλλη όρεξη δεν είχες απ’ το να διαπληκτιστείς μ’ έναν άγνωστο.

Το επόμενο στάδιο είναι ακόμα πιο βασανιστικό και σε οδηγεί στη σχιζοφρένεια. Ξαφνικά σου έρχεται μια μυρωδιά από τζατζίκι, ενώ εσύ έχεις να φας απ’ την προηγούμενη. Φταις κι εσύ, βέβαια, που δεν έχεις προνοήσει να πάρεις έστω κάνα κράκερ μαζί σου. Τελικώς όλο το πούλμαν ξεκινά να μυρίζει πιτόγυρα, ενώ η κοιλιά σου παίζει τουμπερλέκι.

Το τελευταίο στάδιο που σε οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή είναι οι μουσικές επιλογές του οδηγού. Υπάρχει ποικιλία, παιδιά, στην playlist και μην το γελάτε καθόλου. Έχω ακούσει να μπαίνει έντεχνο κομμάτι στο πούλμαν και στο καπάκι ξένο ποπ, για παράδειγμα «Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια» και ξαφνικά να γίνεται αλλαγή σε Beyonce. Δε θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερο τρόπο για να φτιάξω έναν διπολικό χαρακτήρα. Αν και, εντάξει, το κλασικό καψουροτράγουδο, βαρύ λαϊκό, 9 η ώρα το πρωί, γιατί ο οδηγός (που 9 στις 10 είναι φουλ αγενής) έχει ντέρτια, είναι μια άλλη διαχρονική αξία. Υπομονή, σκέψου το παστίτσιο της μαμάς που σε περιμένει και πάρε κουράγιο.

Κάποια στιγμή απελπίζεσαι και φοράς τ’ ακουστικά στ’ αφτιά σου, βρίσκεις την ησυχία σου και το πανηγύρι τελειώνει εκεί. Έλα, όμως, που κάτι έρχεται να ταράξει τη γαλήνη σου και πάλι κι έχεις ακόμα δύο ώρες ταξίδι μπροστά σου. Η γκαντεμιά σε κυνηγάει ξαφνικά εκεί που δεν το περιμένεις. Σου χαλάνε τ’ ακουστικά, δεν έχεις μπαταρία ή ό,τι άλλο κακό μπορεί να σε βρει. Πού να το ήξερες ότι θα έφευγες για τα ταξίδια του Γκιούλιβερ και θα σε είχαν μουντζώσει ώστε να σου πάνε όλα στραβά;

Επειδή, όμως, καλό είναι να εντοπίζουμε σε καθετί που βιώνουμε εκτός από τ’ αρνητικά του και τα θετικά, με τη διαδρομή του ΚΤΕΛ προς το πατρικό σου (ή στην αντίστοιχη επιστροφή) έχεις τη δυνατότητα να δεις αρκετά μέρη που ίσως να μην έχεις την ευκαιρία να ξαναδείς. Όταν είσαι οδηγός κοιτάς μόνο μπροστά, ενώ όταν οδηγάει άλλος όπως και να το κάνουμε μπορείς να χαζεύεις αυτά τα τοπία που εναλλάσσονται. Ένα ακόμα θετικό –τουλάχιστον για μένα– είναι κι οι γνωριμίες, αφού η επικοινωνία με τον διπλανό είναι σχεδόν υποχρεωτική. Έχουμε κάνει ουκ ολίγες ψυχαναλύσεις στα λεωφορεία και δεν αποκλείεται να ‘χουμε τσιμπηθεί κιόλας, στο παιχνίδι της ζωής όλα είναι πιθανά.

Παρά το στράβωμα που θα πάθουμε απ’ τον μισάωρο ύπνο της κακιάς ώρας, τη βαβούρα απ’ τα τσιφτετέλια και τα χρατς-χρουτς απ’ τους λιχούδηδες, που διαρκώς τσιμπολογάνε –τα ταξίδια ανοίγουν την όρεξη, η αλήθεια– είναι ωραίο η πόλη των σπουδών σου με τη βάση σου να ‘ναι σχετικά κοντά και να αρκεί ένα ΚΤΕΛ και μερικές ώρες για να βρεθείς και πάλι κοντά στα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα. Α, και μην ξεχνάμε πως το προτιμάμε και για τις εξορμήσεις μας με την παρέα, και με φίλους όλα είναι σαφώς καλύτερα!

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη