Το 1956, ο μετέπειτα βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας, Σουηδός συγγραφέας και ποιητής Harry Martinson (1904-1978), χαρίζει στο αναγνωστικό του κοινό ένα εντυπωσιακά πρωτοποριακό επικό ποίημα για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, το “Aniara”. Μέσω αυτού του ποιητικού έργου, εκφράζει μια βαθιά υπαρξιακή φιλοσοφία και ταρακουνά τους αναγνώστες ως προς το πόσο μικροί κι ασήμαντοι μπορεί να είμαστε στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και της ύπαρξης γενικότερα.

Εξήντα περίπου χρόνια μετά, το σκηνοθετικό σουηδικό ντουέτο Pella Kagerman και Hugo Lilja, προσαρμόζουν το ποίημα αυτό, δημιουργώντας την sci-fi drama ταινία με ομώνυμο τίτλο “Aniara”, η οποία προβάλλεται το 2018. Η κριτική που έλαβε η ταινία απ’ την Guardian ήταν η εξής: “μια εκθαμβωτική οικολογική παραβολή επιστημονικής φαντασίας”, “Οδύσσεια απώτερου διαστήματος” και “εισιτήριο χωρίς επιστροφή στην άβυσσο”. Οι New York Times μιλούν για το “Aniara” λέγοντας πως αφορά “μια δέσμευση του σκοταδιού που είναι καλλιτεχνικά αξιοθαύμαστη”.

Το βασικό cast αποτελείται απ’ τον καπετάνιο του διαστημόπλοιου Arvin Kananian (captain Chefone), την βασική συνεργάτη του Bianca Cruzeiro (Isagel), την αστρονόμο Anneli Martini (The Astronomer) και τη βασική πρωταγωνίστρια Emeli Garbers (Mimaroben ή Emeli). Μια παραγωγή Σουηδικής και Δανέζικης συνεργασίας που κρατά τη γνωστή σκανδιναβική αποστασιοποίηση απ’το θεατή αλλά διαπερνά κι εκείνη τη μαγεία της συνέπειας των δεδομένων και πληροφοριών που υπάρχουν στο σενάριο και θέλουν να μεταδοθούν στο κοινό.

Συνήθως, αποφεύγω να βλέπω τα trailers των ταινιών που θα δω, προκειμένου να μείνω όσο το δυνατόν περισσότερο ανεπηρέαστη γι’ αυτό που έχω αποφασίσει να παρακολουθήσω. Στην περίπτωση της “Aniara”, νομίζω πως αν το έβλεπα, πιθανόν θα την απέφευγα. Την είδα όμως κι οφείλω να ομολογήσω πως η απόφαση αυτή τελικώς μου βγήκε σε καλό, αν και το στομάχι μου στο τέλος ήταν αρκετά ζορισμένο κι ο νους μου αισθητά θολωμένος.

Η ταινία διαδραματίζεται σ’ ένα μέλλον όπου η Γη δεν είναι πλέον κατοικήσιμη κι εκτελούνται ποικίλες επανδρωμένες αποστολές -διάρκειας τριών εβδομάδων- προς τον Άρη με εξειδικευμένο προσωπικό έτσι ώστε κάποια στιγμή να έχει μεταφερθεί όλος ο εναπομείναν πληθυσμός της Γης στον Άρη. Σ’ αυτές τις αποστολές που γίνονται μέσω διαστημικών σκαφών, των οποίων οι όγκοι είναι 10 φορές μεγαλύτεροι κι απ’ τα σύγχρονα κρουαζιερόπλοια, το εκπαιδευμένο προσωπικό προσφέρει όλες τις απαραίτητες παροχές κι εναλλακτικούς τρόπους διαβίωσης μέσα σ’ αυτό κατά στη διάρκεια του υπεραστρικού ταξιδιού.

Η ουσιαστικότερη παροχή που υπάρχει μέσα εκεί είναι η “Mima”, μια τεχνητή νοημοσύνη που προκαλεί στους επιβαίνοντες που συνδέονται μ’ αυτήν τις εμπειρίες του γήινου πλούτου που άφησαν πίσω και που βρίσκονται καταγεγραμμένες στον κάθε εγκέφαλο. Αυτή που την ίδρυσε και διαχειρίζεται είναι η Mimaroben, η βασική πρωταγωνίστρια ή και Έμιλι. Η “Mima” αντιπροσωπεύει κάτι ανώτερο. Λειτουργεί ως ο συνδετικός κρίκος των μέχρι τώρα αναμνήσεων της ζωής των επιβατών με τη μετάβασή τους σ’ ένα νέο περιβάλλον που ναι μεν, μπορεί να προσφέρει τη μοναδική λύση επιβίωσης αλλά δεν παύει να είναι ένας εντελώς άγνωστος και ξένος προορισμός, που καλούνται όλοι να τον καταχωρήσουν στο μυαλό τους ως την επόμενη οριστική κατοικία τους.

Στην αρχή, μας δίνεται μια ατμόσφαιρα ασφάλειας και ρουτίνας της επιβίβασης των ανθρώπων καθώς δεν είναι η πρώτη αποστολή απ’ τη Γη προς τον Άρη. Ίσως τα πρώτα λεπτά της ταινίας να δημιουργούν κι αυτήν την αίσθηση στο θεατή, ότι δηλαδή πάλι θα δει ακόμη μια απ’ τις χιλιοπαιγμένες ταινίες επιστημονικής φαντασίας αλλά δε θ’ αργήσει, όλη αυτή η γνωστή εικόνα, να μετατραπεί σ’ ένα εξελισσόμενο υπαρξιακό θρίλερ που θα τραντάξει για τα καλά το μέσα μας.

Κατά την πορεία του σκάφους, προκύπτει μια σύγκρουση από ογκώδη διαστημικά σκουπίδια. Η βλάβη που δημιουργείται αναγκάζει το διοικητή πλοήγησης και τους συνεργάτες του ν’ αποφασίσουν πως η μόνη λύση για να μην προκληθεί περαιτέρω ζημιά στο σκάφος και κινδυνέψουν τόσες ζωές, είναι ν΄ αδειάσει εντελώς η δεξαμενή καυσίμων. Το αποτέλεσμα αυτού είναι να χρειαστεί να παραταθεί το ταξίδι των τριών εβδομάδων σ’ ένα ταξίδι ενός ή δύο ετών, προκειμένου να περιμένουν κάποιο άλλο ουράνιο σώμα για να μπουν στην τροχιά του.

Εκεί είναι που ξεκινάει και η αντίστροφη μέτρηση που δοκιμάζει τα όρια των επιβατών αλλά και τα δικά μας, παρακολουθώντας πλέον την ουσία της ταινίας που απεικονίζει και το βάθος του ποιήματος του Harry Martinson. Το παρατεταμένο σκοτάδι, ο αναγκαστικός εγκλωβισμός, η εφήμερη πλασματική κοινωνική συνδιαλλαγή με αγνώστους που μπορεί ν’ αποβεί σωτήρια μα κυρίως ο θάνατος του σκοπού ύπαρξης είναι μερικά απ’ αυτά που βλέπουμε να διαδραματίζονται μέσω της οθόνης.

Δε θα μείνω στη σκηνοθετική ματιά και στην εξαίσια υποκριτική όλων των συντελεστών. Θα μείνω στην ζοφερή αλήθεια που βιώνεται απ’ όλους τους και που μεταφέρεται δυνατά σ’ εμάς που τους παρακολουθούμε. Πιάνουμε τους εαυτούς μας να ψάχνουμε να βρούμε λύσεις γι’ αυτούς. Φανταζόμαστε πώς θα ήταν αν ήμασταν εμείς στη θέση τους και προκαλείται στομαχική διαταραχή. Όταν τελικώς, περνούν και δύο και τρία και τέσσερα χρόνια και δεν έχει περάσει κανένα ουράνιο σώμα από δίπλα τους ώστε να τους συμπαρασύρει στην τροχιά του, τότε ξεκινά η οριστική αντίστροφη μέτρηση.

Βιώνεται ένα καθεστώς αναρχίας. Οι κρίσεις πανικού γίνονται καθημερινότητα και λειτουργούν σαν πανδημία. Ακολουθούν αυτοκτονίες με όποιο τρόπο βρει ο καθένας, γιατί προηγείται η βαριά συνειδητοποίηση της ανυπαρξίας στο άπειρο. Ιδρύονται αιρέσεις όλων των ειδών, διαδραματίζονται τελετουργικά με όργια γι’ αναπαραγωγή, συγκεντρώνονται πλήθη για βαθιά και πολύωρη προσευχή σε όλους τους θεούς του κόσμου. Η προσπάθεια για να υπάρχει μέτρο σε ό,τι γίνεται από ένα σημείο κι έπειτα καταποντίζεται απ’ την παντελή έλλειψη υπομονής και πίστης ότι κάτι θα αλλάξει. Όταν κάποια στιγμή συναντάται ένα ξένο σώμα που αιωρείται στο διάστημα και δίνει κάποιου είδους ελπίδα, τότε ακολουθεί μια παύση της μαυρίλας και φωτίζονται τα πρόσωπα και οι ψυχές των εναπομεινάντων επιβατών. Σύντομα όμως, θ’ αποδειχθεί πως αυτό το σώμα ήταν κάτι εντελώς τυχαίο που δεν είχε, σε καμία περίπτωση, σκοπό να προσφέρει βοήθεια στο επιβατικό διαστημικό λεωφορείο.

Ύστερα κι απ’ αυτή την εξέλιξη, η παραμικρή κι ελάχιστη ελπίδα που θα μπορούσε ν’ αναβιώσει στους επιβάτες, σβήνει οριστικώς. Μέχρι και η “Mima” ξεκινάει ν’ αυτοκαταστρέφεται απ’ την πίεση που δέχεται καθημερινά απ’ τους επιβάτες που όλο κι αυξάνονται και συνδέονται μαζί της λόγω της τεράστιας ψυχικής ανάγκης για να συνδεθούν με κάτι γήινο και φωτεινό. Μόνο που τώρα, οι αναμνήσεις που περνούν μέσω αυτής είναι κατάμαυρες, απαισιόδοξες και τελεσίδικες. Έτσι και η τελευταία- έστω πλασματική- σανίδα ψυχικής ανάπαυσης αυτοκτονεί.

Όπως και να λειτουργήσει ο νους, όσο και να θέλει να πιαστεί η ψυχή από κάπου, το “Aniara” σ’ αυτό το σημείο περιγράφει τον οριστικό εγκλωβισμό σε μια κινούμενη σαρκοφάγο που άλλοτε ήταν η σωτήρια λέμβος της ανθρωπότητας. Στοιχεία τραγικής ειρωνείας παντού. Τραγική ειρωνεία στην υπόθεση ότι η σωτήρια λέμβος τους μετατράπηκε σε θανατηφόρο σκάφος. Τραγική ειρωνεία στο ότι θέλουμε τον αργό θάνατο στην κανονική ζωή ενώ εκεί αποζητάται ο πιο άμεσος. Τραγική ειρωνεία στο να θεωρούμε δεδομένα το φως του ήλιου κι όλα τα πράσινα της φύσης και να ψάχνουμε να τα ξανασυναντήσουμε μέσω μιας εικονικής πραγματικότητας.

Μα το πιο ισχυρό χαρακτηριστικό, το πιο διαπεραστικό απ’ όλα σ’ αυτό το ποιητικά μεταφερμένο στη μεγάλη οθόνη αριστούργημα είναι ο αδυσώπητος χρόνος. Ένας χρόνος που μέσα στη χαοτική συμπεριφορά του απύθμενου σύμπαντος και της αιώνια μόνιμης μαυρίλας, στέκεται αγέρωχος κι άκαμπτος προς τη συνειδητότητα όλων που παραμένουν εκεί μέσα. Η ερμηνεία της Emelie Garbers ξεπερνά το ανθρώπινα υποκριτικό και πετυχαίνει να μας προκαλέσει ένα μείγμα τρόμου, ανασφάλειας, χαμένης ελπίδας και υποστατικής σκιάς. Οι τελευταίες σκηνές της ταινίας αποζητούν δυνατό στομάχι και διατήρηση της ψυχραιμίας. Το χέρι μας θα πατήσει το stop αρκετές φορές αλλά άπαξ και μπούμε στην ψυχοσύνθεση του βαθύ μηνύματος κι αν αναλογιστούμε την ιστορικότητα της σκέψης του γεννήτορα Harry Martinson, θα βρεθούμε μπροστά σ’ ένα αξιοθαύμαστο κινηματογραφικό αποτέλεσμα αλλά και σε μια στιγμιαία -έστω- προσωπική υπαρξιακή κρίση.

Το “Aniara” θα μπορούσε να εκληφθεί ως ταινία προφητείας για ένα μέλλον που δε νιώθεις ξένος όταν την παρακολουθείς. Ξυπνάει οικολογικές συνειδήσεις και ξεδιπλώνει όλη τη φιλοσοφία που κρύβεται πίσω απ’ αυτό. Θα μπορούσε ακόμη να λειτουργήσει κι ως προοικονομική παλέτα για το συναίσθημα της μικρότητάς μας αλλά και της μεγαλοσύνης μας παράλληλα. Η ταινία δημιουργεί σε υπερθετικό βαθμό αυτό το συναίσθημα του πόσο ανείπωτα μικροί είμαστε σ’ ένα άπειρο σύμπαν αλλά και πόση έπαρση έχουμε πιστεύοντας ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ποτέ να κατακτηθεί. Είναι τρομακτική η πιθανή ταύτισή μας με τους ηθοποιούς αλλά και υπέροχα αναγεννησιακή. Τελειώνοντας άλλωστε η ταινία, το συναίσθημα που υπερισχύει είναι αυτό της ανακούφισης ότι δεν ήμασταν εμείς εκεί μέσα αλλά και της αμφιβολίας αν θα επεβαίναμε ποτέ σε κάτι τέτοιο, που δε μοιάζει να είναι μακριά.

Η ταινία προβάλλεται στο Cinobo και βραβεύτηκε στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Les Arcs 2018 με το βραβείο Cineuropa αλλά και με το βραβείο Καλύτερης Ηθοποιού Emelie Garbers αλλά και με πολλά βραβεία της Σουηδικής Ακαδημίας Guldbagge το 2020 με κάποια για καλύτερη σκηνοθεσία Pella Kageman, Hugo Lijla, Καλύτερη Ηθοποιία Ά Γυναικείου Ρόλου στην Emelie Garbers, Καλύτερη Ηθοποιία Β’ Γυναικείου Ρόλου στην Bianca Cruzeiro και Καλύτερα Οπτικά Εφέ στους Andreas Wicklund, Per Jonsson and Arild Andersson.

 

Πηγή φωτογραφίας 

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου