Μπιρίμπα, παιχνίδι καρτών. Παίζεται με δύο έως έξι παίκτες, με δύο τράπουλες και τέσσερις τζόκερ, περιλαμβάνει συνολικά 108 κάρτες. Ο Έλληνας την αγαπάει την μπιρίμπα του, αφού οι περισσότεροι από εμάς παίζουμε, παίξαμε, θα παίξουμε έστω και μία φορά στη ζωή μας -ή τουλάχιστον ξέρουμε κάποιους που παίζουν. Η μπιρίμπα μπαίνει στα σπίτια μας, στις σχολές, ακόμη και στις καφετέριες. Κι αν πιάσεις θέση δίπλα σε μια παρέα που παίζει, το μόνο σίγουρο είναι ότι θα γελάσεις με τους μικροκαβγάδες και τα μούτρα τους.

Είμαστε ανταγωνιστικοί και δε μας αρέσει με τίποτα να χάνουμε, βάλε έξι ξεροκέφαλους να παίζουν μπιρίμπα και δες τι έχει να γίνει. Ειδικά αν έχουν βάλει κάποιο στοίχημα για τους χαμένους, συνήθως κέρασμα ή δουλειές του σπιτιού έχουν ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο, άρα και περισσότερη γκρίνια.

Η μπιριμπίτσα, λοιπόν, που μας αναστατώνει και το απολαμβάνει βρίσκεται σταθερά στην καθημερινότητά μας, αφού σε κάθε οικογενειακή συνάντηση μετά το φαγητό και τον καφέ μαζεύονται οι δικοί μας γύρω απ’ το τραπέζι και στρώνονται στο χαρτάκι, έτσι γίνεται και στο δικό μου σπίτι.

Εγώ μένω εκτός, απλός παρατηρητής και γελάω όσο τους βλέπω να τσακώνονται μεταξύ τους.

Οι μετρημένοι γονείς μου κι οι σοβαροί θείοι μου γίνονται ξαφνικά μικρά κακομαθημένα και φουλ ανταγωνιστικά παιδιά, που ενώ ανακατεύουν την τράπουλα θυμούνται παλιές τους νίκες κι ήττες κι αντίστοιχα περηφανεύονται ή κοντράρονται. Η μάνα μου γελάει πονηρά γιατί ξέρει ότι πάλι θα τους κατατροπώσει όλους -και μεταξύ μας δεν είναι η μόνη που το ξέρει αυτό. Στη συνέχεια λογομαχούν ποιος θα την πάρει στην ομάδα του. Ω, ναι, τσακώνονται ήδη πριν καν ακόμη ξεκινήσει το παιχνίδι -ένας δυνατός παίχτης ορίζει πολλά για την έκβαση της παρτίδας.

Χαζεύοντάς τους βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου ποιος θα σηκωθεί στα μέσα του παιχνιδιού να φύγει εκνευρισμένος απ’ το σπίτι και σκάω στα γέλια όταν επιβεβαιώνομαι. Στη συνέχεια θα κάνει ο καθένας την αυτοκριτική του και θα καταλήξει πως έφταιγε ο συμπαίχτης του. «Δεν έπρεπε να μπω μαζί σου αλλά με τον τάδε που ξέρει καλύτερα», «Το σκέφτηκες πολύ πριν ρίξεις αυτό το χαρτί;» κι άλλα τέτοια χαριτωμένα. Το παιχνίδι μετράει ώρες κι εγώ είμαι αυτή που κρατάει τους βαθμούς. Οι χαμένοι θα πλύνουν τα πιάτα κι ήδη τους λυπάμαι, γιατί φάγαμε καλά και λερώσαμε πολλά.

Το παιχνίδι κάποια στιγμή τελειώνει, οι χαμένοι πετούν τα χαρτιά κάτω κι ισχυρίζονται πως ήταν ματιασμένοι και πως οι νικητές θα έκαναν καμιά πονηριά, όπως συνηθίζουν. Ορκίζονται πως δε θα ξαναπαίξουν μαζί τους, κάτι που εννοείται πως θα ξεχάσουν μέχρι την επόμενη συνάντηση. Οι νικητές πάλι πανηγυρίζουν και κοκορεύονται σαν μικρά παιδιά πως δεν είχαν αντίπαλο κι ήταν προβλεπόμενη η νίκη τους.

Η μπιρίμπα, όπως και κάθε παιχνίδι, είναι η απόδειξη ότι όσων χρονών και να είμαστε δεν παύουμε ποτέ να  κρύβουμε μέσα μας ένα μικρό ανταγωνιστικό παιδί που θέλει να παίζει, αλλά περισσότερο να κερδίζει. Κι είναι ωραίο να ξυπνά το παιδί μέσα μας κι η δίψα για νίκη να μας κρατά σε εγρήγορση, αρκεί να μην το παρακάνουμε στο βαθμό που η διασκέδαση να καταλήγει στεναχώρια. Ο εγωισμός μας δεν είναι καλός σύμβουλος.

Στο κάτω-κάτω τα παιχνίδια είναι για να περνάμε καλά με πρόσωπα αγαπημένα, όχι για να χαλάμε τις καρδιές μας!

 

Συντάκτης: Στέλλα Πέτρου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη