

Κάποια στιγμή θα το νιώσεις. Όχι σαν σκέψη, αλλά σαν ένα τίναγμα μέσα σου, ένα ξύπνημα από εκείνα που δεν κάνουν θόρυβο αλλά αλλάζουν κατεύθυνση. Πως δε γεννήθηκες για να αποδεικνύεις. Ούτε για να χωρέσεις κάπου. Γεννήθηκες για «να είσαι». Και το να είσαι, δεν είναι εύκολο. Όχι όταν σε έμαθαν ότι η αξία σου εξαρτάται από τα «μπράβο», τις επιτυχίες, τα παλαμάκια. Όχι όταν σε ζύγισαν, όχι όταν σε μέτρησαν, όχι όταν σου έδωσαν ρόλους που ποτέ δεν είχες διαλέξει.
Σου έμαθαν να ρωτάς «είναι αρκετό;» αντί να λες «αυτό είναι». Σου έμαθαν να ζητάς την άδεια για να προχωρήσεις. Σε έκαναν να πιστέψεις ότι αν δεν έχεις ένα πτυχίο, αν δεν είσαι ο καλύτερος μαθητής, αν δεν είσαι καλύτερος από τον Γιωργάκη ή τη Μαιρούλα, αν δε φανείς στα μάτια των υπολοίπων, αν δεν έχεις πολλές επιτυχίες, αν έχεις παραπάνω η λιγότερα κιλά, αν δεν είσαι κοινωνικά αποδεκτός, αν ντύνεσαι διαφορετικά, αν βάφεσαι διαφορετικά, αν είσαι πιο κοντός, αν είσαι πιο ψηλός, αν αντιδράς, αν είσαι ευαίσθητος, αν είσαι αναίσθητος, αν δεν είσαι το καλό παιδί, αν δεν είσαι και λίγο κακό παιδί, αν δεν ξέρεις τι θέλεις, αν ξέρεις τι θέλεις, αν δεν καταλαβαίνεις, δε θα πας μπροστά.
Κανείς δε σου χρωστά να σε πιστέψει, όμως. Δεν είναι ο ρόλος τους -κι αυτό, όσο άδικο κι αν ακούγεται, είναι απελευθερωτικό. Όταν πάψεις να τους έχεις ανάγκη, αρχίζεις να ακούς εσένα. Και τότε βρίσκεις τον δρόμο. Ο κόσμος θα προβάλει πάνω σου τα δικά του «δεν μπορώ», τα δικά του «μην ρισκάρεις», τα δικά του «κι αν δεν πετύχεις;».
Αλλά να σου πω κάτι; Αυτό το «κι αν δεν πετύχεις», σκοτώνει περισσότερα όνειρα απ’ όσα η αποτυχία τόλμησε ποτέ. Γιατί η αποτυχία τουλάχιστον κρύβει προσπάθεια. Το «δεν προσπάθησα ποτέ» δεν κρύβει τίποτα -μόνο φόβο. Και ναι, όλοι έχουμε δύσκολες μέρες. Που η φωνή μέσα μας ψιθυρίζει ότι δεν έχουμε τίποτα ιδιαίτερο. Εκείνες τις μέρες όμως, αν σηκωθείς έστω και λίγο, αν κάνεις ένα μικρό βήμα, έχεις ήδη κερδίσει τη μάχη. Γιατί η δύναμη δε φαίνεται όταν όλα πάνε καλά. Φαίνεται όταν συνεχίζεις, ενώ δεν έχεις καν λόγο να το κάνεις.
Κι εκεί γεννιέται η αυτοπεποίθηση. Η αυτοπεποίθηση, η οποία, δεν είναι φωνή. Είναι συνέπεια. Είναι εκείνη η εσωτερική παλάμη που σε κρατά, όταν όλοι οι άλλοι αποσύρονται. Είναι εκείνη η σφιχτή αγκαλιά με το μαξιλάρι νιώθοντας ότι σου ανήκει. Είναι εκείνες οι λέξεις στο τετράδιο που τελειώνουν πάντα με τρεις τελείες. Είναι εκείνες οι σκέψεις που ήθελες να μοιραστείς αλλά ένιωθες ότι κανένας δε θα τις καταλάβαινε. Μαθαίνεται σιγά. Στις σιωπές. Στα βράδια που ήσουν μόνος σου και δε λύγισες. Στα πρωινά χωρίς κανένα πλάνο, παρά μόνο την καρδιά σου.
Δε χρειάζεται να φωνάξεις για να σε ακούσουν. Δε χρειάζεται να τους πείσεις. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις, είναι να μην αφήσεις τον εαυτό σου πίσω κάθε φορά που κάποιος σου δείχνει την έξοδο απ’ το όνειρό σου. Και κάποτε, χωρίς καν να το καταλάβεις, θα δεις ότι η σιωπή σου έγινε φως. Ότι δεν περιμένεις πια την έγκριση.
Και ξαφνικά, θα έχεις κάνει την πιο αθόρυβη, αλλά πιο γενναία επανάσταση!