

Μερικές φορές αγαπάμε ανθρώπους που κουβαλούν μέσα τους ένα «πολύ». Τους αγαπάμε με αφοσίωση, σεβασμό και ειλικρίνεια. Τους διαλέγουμε ξανά και ξανά, ακόμα κι όταν ολόκληρο το σύμπαν μοιάζει να είναι εναντίον τους. Τους δικαιολογούμε συνεχώς και λέμε μέσα μας: «Εγώ δε θα φύγω. Θα μείνω εδώ. Θα γίνω η εξαίρεση».
Απέναντι σε αυτή τη σχέση, μοιάζουμε ορισμένες φορές σαν να παραδινόμαστε αμαχητί. Φοβόμαστε να πούμε τη γνώμη μας, γιατί τίποτα δεν είναι πιο ισχυρό από τον φόβο μας να αλλάξουμε τις ισορροπίες. Σκεφτόμαστε ότι μπορεί με τα λόγια μας να πληγώσουν, να απορρίψουν, ακόμα και να τραυματίσουν, κι έτσι προτιμάμε τη δική τους ηρεμία, παρά τη δική μας.
Καμιά φορά, όμως, αυτό όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά ενισχύει το πρόβλημα. Γιατί, καμιά φορά, στην προσπάθεια του άλλου να θεραπεύσει τις πληγές του, τραβάει και εσένα, άθελά του, σε αυτές. Όχι γιατί θέλει το κακό σου, αλλά γιατί ο πόνος του είναι τόσο δυνατός που, χωρίς να το καταλαβαίνει, αρχίζει να σου φορτώνει πράγματα που δε σου ανήκουν. Ίσως γιατί είσαι ο μόνος που του το επιτρέπει. Ίσως γιατί θεωρεί ότι εσύ δε θα το πάρεις μέσα σου. Ίσως γιατί έχει την ψευδαίσθηση ότι εκείνος πονάει περισσότερο από όλους.
Κι έτσι, ξαφνικά, περιτριγυρίζεσαι από ευθύνες για πληγές που δεν προκάλεσες. Νιώθεις ενοχές για στιγμές που ήταν απόλυτα ανθρώπινες, που σε άλλες περιπτώσεις δε θα ένιωθες καθόλου ντροπή που τις προκάλεσες. Που θα τις έφτανες μέχρι τέλους, προκειμένου να καταλάβει ότι έχεις δίκιο. Εκτός από αυτήν την περίπτωση, όπου τραύματα που ποτέ δεν προκάλεσες, σε έφτασαν στο σημείο να χάσεις τον εαυτό σου.
Δεν μπορείς πια να εκφράσεις ένα παράπονο χωρίς να σου πει: «Μου θυμίζεις κάτι που με πλήγωσε». Δεν μπορείς να δείξεις αδυναμία, να κάνεις λάθος, να βάλεις ένα όριο χωρίς να σου απαντήσει ότι δεν καταλαβαίνεις, δε σέβεσαι, δεν αγαπάς αρκετά. Και ξαφνικά, βρίσκεσαι στη θέση του να αποδεικνύεις κάθε μέρα ότι αξίζεις, ενώ κουβαλάς τη σχέση μόνος σου, κι είσαι δυνατός, υπομονετικός και ήρεμος πάντα, για να μην αντιδράσεις λίγο περισσότερο από το όριο που σου έβαλε.
Μα εσύ; Πού είσαι σε όλα αυτά;
Κανείς δεν αμφισβητεί τον πόνο του άλλου. Κανείς δε λέει ότι το παρελθόν πρέπει να ξεχαστεί. Όταν, όμως, η θεραπεία του ενός γίνεται βάρος και ποινή για τον άλλον, τότε η σχέση παύει να είναι χώρος αγάπης και γίνεται έδαφος άμυνας.
Δε χρειάζεται να αισθάνεσαι πάντα την ανάγκη να γίνεις ήρωας. Είστε δύο άνθρωποι, που πρέπει να μάθουν να στέκονται ο ένας δίπλα στον άλλον – κι όχι ο ένας πάνω στον άλλον. Δεν είναι έλλειψη αγάπης να του πεις πως δεν μπορείς να κουβαλάς όλες τις σκιές του κόσμου. Ότι θέλεις να είσαι δίπλα σε κάποιον που αγαπάς, αλλά όχι να χαθείς μέσα του.
Γιατί στην πραγματικότητα λες: «Μείνε. Αλλά μείνε με αλήθεια. Μην μείνεις για να μεταφέρεις τον πόνο σου επάνω μου. Κι αν χρειαστεί να πάρουμε λίγο χρόνο, ο καθένας να δει καθαρά ποιος είναι και τι θέλει, τότε ας το κάνουμε. Όχι σαν τέλος. Αλλά σαν μια πράξη σεβασμού. Για εμένα, για εσένα, για ό,τι χτίσαμε. Και για ό,τι προσπαθούμε να χτίσουμε, μαζί».
Αυτός που αγαπάει αληθινά, το καταλαβαίνει. Μπορεί να τον πονέσει στην αρχή, μπορεί να θέλει να ξεσπάσει. Μα αν υπάρχει πραγματική ουσία, θα μείνει. Και θα αρχίσει σιγά σιγά να βλέπει και τον δικό σου αγώνα. Γιατί η αγάπη που αντέχει μόνο όταν τη φροντίζουν μονόπλευρα, δεν είναι αγάπη. Είναι επιβίωση. Και οι σχέσεις που βασίζονται στην ενοχή δε λυτρώνουν κανέναν.