Υπάρχουν άνθρωποι που σε καταστρέφουν, χωρίς ποτέ να σηκώσουν φωνή. Που σε εξαντλούν, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι. Που σου χαμογελούν, ενώ αργά και σταθερά διαλύουν την αυτοπεποίθησή σου, τη γαλήνη σου, την ψυχή σου. Αυτοί είναι οι νάρκισσοι: οι πιο γοητευτικοί, οι πιο “δυναμικοί”, οι πιο “μαγνητικοί” άνθρωποι που θα γνωρίσεις και οι πιο επικίνδυνοι.
Οι νάρκισσοι ξέρουν να διαβάζουν ανθρώπους. Ξέρουν τι έχεις ανάγκη να ακούσεις, τι σε συγκινεί, τι σε κάνει να νιώθεις ξεχωριστός.
Στην αρχή σε λούζουν με ενδιαφέρον, τρυφερότητα, κατανόηση. Σε κοιτάζουν στα μάτια με τρόπο που σε κάνει να πιστεύεις ότι σε βλέπουν πραγματικά — όχι όπως σε βλέπουν οι άλλοι, αλλά όπως θα ήθελες να σε δουν. Αυτή είναι η φάση της γοητείας· εκεί όπου νιώθεις πως επιτέλους βρήκες έναν άνθρωπο που σε “νιώθει”. Κι έπειτα, αργά αλλά σταθερά, αρχίζουν να αποσύρουν αυτή τη ζεστασιά. Ξαφνικά κάτι λείπει, κάτι δεν είναι όπως πριν. Δεν ξέρεις τι άλλαξε, αλλά ψάχνεις να το διορθώσεις. Έτσι ξεκινά το παιχνίδι της εξάρτησης: προσπαθείς να ξανακερδίσεις το βλέμμα, την προσοχή, την αποδοχή που σου έδιναν τόσο απλόχερα. Όμως τώρα τίποτα δεν είναι απλό. Κάθε φορά που πλησιάζεις, εκείνοι απομακρύνονται λίγο περισσότερο· και κάθε φορά που εσύ απομακρύνεσαι, σε τραβούν ξανά πίσω.
Οι νάρκισσοι δεν αντέχουν να χάνουν τον έλεγχο. Θέλουν να σε έχουν “εκεί”. Όχι απαραίτητα για να σε αγαπήσουν, αλλά για να νιώθουν ότι μπορούν να σε κρατούν, να σε πλάθουν, να σε ορίζουν. Και το κάνουν τόσο δεξιοτεχνικά, που δεν καταλαβαίνεις καν ότι πληγώνεσαι. Νομίζεις ότι φταις εσύ· ότι δεν ήσουν αρκετά καλός, αρκετά ήρεμος, αρκετά “όπως πριν”. Ότι κάτι έκανες λάθος. Η αλήθεια, όμως, είναι πως αυτό ακριβώς επιδιώκουν: να σε κάνουν να αμφισβητείς τον εαυτό σου.
Το πιο ύπουλο κομμάτι είναι ότι σε πείθουν πως εκείνοι είναι τα θύματα. Θα σου μιλήσουν για τις πληγές τους, για το πόσο δύσκολα έχουν περάσει, για το πόσο δύσκολα τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Κι εσύ, που έχεις ενσυναίσθηση, τους πιστεύεις. Τους προστατεύεις. Τους δικαιολογείς.
Μέχρι που φτάνεις στο σημείο να απολογείσαι εσύ για τον τρόπο που σου φέρονται εκείνοι. Και τότε συμβαίνει κάτι αθόρυβο αλλά καταστροφικό: αρχίζεις να σβήνεις. Σταματάς να γελάς όπως παλιά, να μιλάς όπως παλιά, να νιώθεις όπως παλιά. Οι φίλοι σου βλέπουν τη διαφορά, αλλά εσύ τη δικαιολογείς. «Απλώς περνάει μια φάση», λες. «Δεν είναι έτσι όπως φαίνεται.» Μέχρι τη μέρα που ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι έχεις χαθεί μέσα σε έναν ρόλο που δεν είναι δικός σου.
Το κακό που σου κάνουν οι νάρκισσοι δεν είναι πάντα εμφανές. Δε σε τραυματίζουν με μια πράξη, αλλά σε αποδομούν σιωπηλά, λίγο-λίγο, μέχρι που αμφιβάλλεις για την αξία σου. Και όταν τελικά φύγεις (αν καταφέρεις να φύγεις), χρειάζεσαι καιρό για να θυμηθείς ποιος ήσουν πριν από αυτούς.
Όμως, κάπου εκεί αρχίζει η θεραπεία. Όταν σταματήσεις να ψάχνεις εξηγήσεις από ανθρώπους που δεν έχουν τη διάθεση να σε καταλάβουν. Όταν πάψεις να προσπαθείς να αποδείξεις την αξία σου σε κάποιον που τη φοβάται. Και όταν καταλάβεις πως η αγάπη δεν πρέπει να σε εξαντλεί, αλλά να σε ηρεμεί.
Οι νάρκισσοι σε μαθαίνουν κάτι πολύτιμο: ότι η αξία σου δεν εξαρτάται από την αποδοχή κανενός. Και πως, μερικές φορές, το πιο γενναίο πράγμα που μπορείς να κάνεις, είναι να φύγεις ήσυχα — χωρίς φωνές, χωρίς εκδίκηση απλώς κρατώντας πίσω ό,τι δε σου αξίζει πια. Γιατί στο τέλος, το φως που νόμιζες ότι είχαν εκείνοι, ήταν πάντα δικό σου.
