Κάποια στιγμή στη ζωή σου, χωρίς καν να το καταλάβεις, έμαθες να μη ζητάς βοήθεια. Να σφίγγεις τα δόντια, να χαμογελάς ακόμα κι αν μέσα σου γινόταν χαμός. Να μαζεύεις τα κομμάτια σου, να λες «εντάξει, θα το φτιάξω». Έμαθες να μην περιμένεις τίποτα από κανέναν, γιατί κάθε φορά που περίμενες κάτι, απογοητευόσουν. Έμαθες να μην γκρινιάζεις, να μη βαραίνεις κανέναν, να είσαι εκεί για όλους — εκτός από εσένα. Κι έτσι, έγινες αυτός ο άνθρωπος που λύνει τα πάντα μόνος του. Με ψυχραιμία, με πείσμα, με σιωπή. Μόνο που, όσο κι αν αυτό σε κράτησε όρθιο, τώρα αρχίζει να σε κρατά μακριά από την ουσία.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποιος άνθρωπος ή κάποια κατάσταση σε έκανε να πιστέψεις ότι πρέπει να είσαι δυνατός. Ίσως επειδή κανείς δεν ήταν εκεί όταν τον χρειάστηκες. Και αν ήταν, υπήρχαν όροι και προϋποθέσεις που δε σε κάλυπταν. Ίσως επειδή κάθε φορά που άνοιξες την καρδιά σου, απογοητεύτηκες. Όταν ζήτησες βοήθεια, κάποιοι σε έκαναν να νιώσεις ότι είσαι βάρος. Και κάπως έτσι, έμαθες να τα κάνεις όλα μόνος. Μπορεί να μιλούσες για αυτά που σε απασχολούσαν, αλλά στην πραγματικότητα δεν άφηνες χώρο να ζητάς και να πάρεις βοήθεια. Έμαθες να μη φαίνεσαι ευάλωτος. Γιατί μέσα σου αυτό έγινε συνώνυμο της απογοήτευσης. Μόνο που πολλές φορές αυτό έχει ένα τίμημα: τη μοναξιά. Κι αυτή δεν φωνάζει — σε τρώει σιωπηλά.
Οι άνθρωποι γύρω σου σε θαυμάζουν. «Πόσο τακτικός, πόσο ψύχραιμος, πόσο δυνατός». «Μακάρι να ήμουν κι εγώ έτσι». Κανείς όμως δεν βλέπει το βάρος που κουβαλάς, γιατί ποτέ δεν το δείχνεις. Κι όσο όλοι πιστεύουν πως «δε χρειάζεσαι κανέναν», τόσο περισσότερο το πιστεύεις κι εσύ. Οι άνθρωποι σε βλέπουν να στέκεσαι σταθερός και νομίζουν πως δε σε αγγίζει τίποτα. Δεν αντιλαμβάνονται πως κάθε φορά που λες «δεν πειράζει», κάτι μέσα σου σπάει λίγο. Δεν ξέρουν ότι πίσω από το «είμαι καλά» κρύβεται ένας άνθρωπος που απλώς δεν αντέχει να εξηγήσει πια. Κουράστηκες να είσαι πάντα ο δυνατός. Κουράστηκες να είσαι εκεί για όλους, μα κανείς να μην είναι εκεί για σένα. Κουράστηκες να δίνεις λύσεις, όταν το μόνο που θα ήθελες κάποιες φορές είναι να σε πάρει κάποιος μια αγκαλιά και να σου πει «δε χρειάζεται να τα έχεις όλα υπό έλεγχο». Κι όσο περισσότερο προσπαθείς να αποδείξεις πως αντέχεις, τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι. Γιατί η αντοχή, όταν γίνεται συνήθεια, μοιάζει με μοναξιά.
Αν αρχίσεις όμως να δίνεις λίγη προσοχή στον εαυτό σου, αν αρχίσεις να ακούς εσένα, τότε κάποια στιγμή θα αντιληφθείς έναν ήσυχο ψίθυρο που σου λέει: «Δε θέλω να τα κάνω όλα μόνος μου πια». Κι αυτό που πρέπει να καταλάβεις είναι ότι πρόκειται για μια αφύπνιση — όχι για αδυναμία. Είναι η στιγμή που η καρδιά σου, το μέσα σου, δε θέλει να παριστάνει άλλο τη μηχανή. Η στιγμή που σου υπενθυμίζει ότι έχεις δικαίωμα να έχεις αδυναμίες, ανάγκες και φόβους. Και αυτό είναι οκέι! Μπορείς να το δείξεις, μπορείς να το πεις, να το εξηγήσεις ή να το φωνάξεις αν πια σε πνίγει. Και αυτή η απλή παραδοχή μπορεί να σου ανοίξει τον δρόμο για κάτι άλλο.
Μαθαίνεις ξανά το «μαζί». Μιλώντας λίγο πιο αληθινά. Ζητώντας κάθε φορά κάτι μικρό. Αφήνοντας κάποιον να σε βοηθήσει χωρίς να νιώθεις άβολα. Χωρίς να απολογείσαι. Κάποια μέρα θα πεις «σήμερα δεν είμαι καλά» — και θα το πεις γιατί θα το εννοείς. Και κάποιος θα σε ακούσει, θα σε καταλάβει, θα σε κρατήσει λίγο. Κι εκεί θα νιώσεις ότι η δύναμη δε χάθηκε — απλώς άλλαξε μορφή. Γιατί η αληθινή δύναμη δεν είναι να μη χρειάζεσαι κανέναν· είναι να επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει ανάγκη. Να δίνεις στους άλλους την ευκαιρία να σε ακούσουν, να σε στηρίξουν και να σε αγαπήσουν πραγματικά.
Έχεις μάθει να νιώθεις ενοχές όταν δεν τα καταφέρνεις. Να πιστεύεις πως οι άλλοι έχουν ήδη αρκετά και δε χρειάζονται κι εσένα με τα «θέματά σου». Μα δεν είναι έτσι. Όποιος σε αγαπά, θέλει να είναι εκεί — και στις ήσυχες στιγμές σου και στις σκοτεινές. Δεν τον βαραίνεις· τον φέρνεις πιο κοντά σου. Του δίνεις αυτή τη σημαντική ευκαιρία και ικανοποίηση να είναι εκεί για εσένα. Η ζωή δεν είναι αγώνας να αποδείξεις πόσο αντέχεις. Είναι χώρος για να επιτρέψεις στον εαυτό σου να ζήσει, να νιώσει, να συνδεθεί. Κι αυτό δε θα το βρεις στη σιωπή της αυτάρκειας· θα το βρεις στο βλέμμα κάποιου που μένει, ακόμη κι όταν δεν έχεις τίποτα να δώσεις.
Μπορεί να τρομάζεις στην ιδέα να στηριχθείς. Να αφήσεις το τιμόνι σε κάποιον άλλο, έστω και για λίγο. Αλλά η αλήθεια είναι πως καμία αγάπη, καμία φιλία, καμία ουσιαστική σχέση δε γεννήθηκε από την τελειότητα. Όλα ξεκινούν από τη στιγμή που δύο άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλον: «Κι εγώ φοβάμαι, αλλά είμαι εδώ». Αυτό είναι το «μαζί». Όχι η εξάρτηση, αλλά η συνύπαρξη. Η κοινή προσπάθεια να μη χρειάζεται να είσαι μόνος, χωρίς να χάσεις τον εαυτό σου.
Έμαθες να λύνεις όλα τα προβλήματά σου μόνος — και γι’ αυτό πρέπει να σε θαυμάζεις. Αλλά ίσως τώρα ήρθε η ώρα να μάθεις και κάτι άλλο: ότι δεν είσαι φτιαγμένος για να ζεις μέσα στην αποξένωση. Ότι η καρδιά σου δε θέλει πανοπλίες· θέλει παρουσία.
Και ότι η ζωή είναι λίγο πιο όμορφη όταν έχεις κάποιον δίπλα να πει: «Έλα, πάμε μαζί».
