

Ήταν αρχές της χρονιάς, όταν οι κάτοικοι της περιοχής των Καννών, στη νότιο Γαλλία, βγαίνοντας να κάνουν τη βόλτα τους και τα ψώνια τους, αντίκρισαν ένα νέο κατάστημα, το οποίο τράβηξε αμέσως το ενδιαφέρον τους. Το delicatessen παντοπωλείο που άνοιξαν δύο έμποροι με την ονομασία ‘Ma femme est une cochonne’ έκανε γρήγορα εντύπωση. Κυρίως, έγινε ατραξιόν της περιοχής και θέμα συζήτησης.
«Η γυναίκα μου είναι γουρούνα». Αυτό έγραφε με ροζ γράμματα η επιγραφή τοποθετημένη πάνω από τη βιτρίνα του καταστήματος. Η έννοια διπλή στη γαλλική γλώσσα. Πέραν της προφανούς, που είναι η θηλυκή του χοίρου, κρύβεται και μια άλλη έννοια, πιο ισχυρή, ως δυνατό σ#ξουαλικό υπονοούμενο. Για τους Γάλλους, η έκφραση αυτή είναι αρκετά διαδεδομένη και υπονοεί την έντονη σ#ξουαλικά γυναίκα. Με αρνητική χροιά. Όχι φυσικά επειδή η έντονη σ#ξουαλικότητα είναι σφάλμα, αλλά επειδή, κοινωνικά, υποβόσκει μια προκατάληψη και κατάκριση που βασίζεται σε πατριαρχικές αρχές περί σεμνότητας της γυναικείας φύσης. Άμεσα, υπό το βλέμμα των άλλων, γεννιέται χυδαιότητα. Στο λεξικό, ερμηνεύεται ως
γυναίκα πρόστυχη, βιτσιόζα, με βρώμικη σεξουαλική συμπεριφορά. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τη συγκεκριμένη έκφραση, αναφερόμαστε σε μια γυναίκα σ#ξουαλικά απελευθερωμένη. Που πάει, συνήθως, πακέτο με τους χαρακτηρισμούς ‘εύκολη, ανήθικη, ελευθέρων ηθών· να παραδεχτούμε ότι κουβαλάει μια κρυφή ενοχή η συγκεκριμένη έκφραση.
Την ονομασία στην επιγραφή συνοδεύει μια εικόνα ενός χαμογελαστού γουρουνιού με γυναικεία μορφή, που ακουμπά πάνω σε σαλάμι και με ένα χασαπομάχαιρο στο χέρι. Αστεία – παλιομοδίτικη έως κακόγουστη, θα έλεγαν οι κακές γλώσσες – εικονογράφηση.
Ο ιδιοκτήτης, από την πλευρά του, υποστήριξε: «Κάνουμε πλάκα, αγαπάμε την καλή ζωή και το καλό κρέας, η γυναίκα μου το βρίσκει αστείο. Όπως και οι περισσότεροι. Δεν υπάρχει πρόθεση να προκαλέσουμε ή να θίξουμε, όλα είναι θέμα μάρκετινγκ». Πράγματι, οι καλύτερες διαφημίσεις είναι εκείνες που γίνονται από στόμα σε στόμα. Και που προκαλούν σούσουρο. Όμως, με τι κόστος;
Η γυναίκα του το βρίσκει αστείο, λοιπόν. Ίσως, όντως, να είναι άνετη και απενοχοποιημένη από οποιαδήποτε ταμπέλα. Πάσο. Ίσως, όμως, και η συγκατάθεση να είναι κάλυψη για σκέψεις όπως: «Δεν είμαι συντηρητική και σεμνότυφη. Αφού γελάνε όλοι. Τι κι αν νιώθω λίγο αμήχανα. Τα
πειράγματα που κάνουν για τη σεξουαλικότητά μου είναι καλοπροαίρετα. Πουλάμε περισσότερο. Δε με πειράζει. Αλήθεια, δε με πειράζει».
Σε μια σταθερά πατριαρχική κοινωνία, σήμερα υπάρχει μια ασφυκτική ανάγκη να ανακαλύψουμε και να αποδεχτούμε τη σεξουαλικότητά μας. Και, κατά συνέπεια, τον ίδιο τον εαυτό μας. Μέσα στο ψάξιμο, παρασυρόμαστε συχνά σε συμπεριφορές που δεν μας αντιπροσωπεύουν, σαν να ‘πρέπει’
να απολογηθούμε, να αποδείξουμε ή και να κρύψουμε οτιδήποτε στα μάτια των άλλων. Της κοινής γνώμης. Διψασμένοι, απεγνωσμένα, για αποδοχή και επιβεβαίωση της αξίας μας.
Η επιγραφή κατέβηκε μετά από παρατήρηση του δημαρχείου, με την αιτιολογία ότι δεν ακολουθήθηκε η νόμιμη γραφειοκρατική διαδικασία. «Δεν μπορούμε πια να πούμε τίποτα στην εποχή που ζούμε, έχουμε γίνει μυγιάγγιχτοι», αντέδρασε λέγοντας ο καταστηματάρχης, αφήνοντας να εννοηθεί πως η αμφιλεγόμενη ονομασία του μαγαζιού είναι η πραγματική αιτία.
Ας έχουμε χιούμορ. Ας αναρωτηθούμε, όμως, και για τα όρια. Και πότε οτιδήποτε μπορεί να γίνει προσβολή. Η γραμμή ανάμεσα στα όρια του επιτρεπτού και του ‘έλα μωρέ, μια πλάκα είναι’ είναι πολύ λεπτή. Και πολύ υποκειμενική. Σε μια κοινωνία όπου παλεύουμε να βρούμε την ισορροπία ανάμεσα στην αντικειμενοποίηση και την απελευθέρωση, πόσο αποδεκτό είναι να βάζουμε έναν τίτλο που τοποθετεί έναν άνθρωπο ως αντικείμενο σχολιασμού για τη σεξουαλικότητά του; Έναν χαρακτηρισμό που του προσδίδει αυτόματα μια ταυτότητα που ίσως να μην αποδέχεται ή να μην τον ορίζει. Χειρότερα, που αναγκάζεται να φορέσει. Για τους δικούς του προσωπικούς λόγους. Ή μήπως έχουμε γίνει, πράγματι, μυγιάγγιχτοι και την ελαφρότητα την καταδικάσαμε σε ισόβια;