Το τελευταίο διάστημα – αγνοώ αν οφείλεται στο ότι μεγαλώνω, στους πλανήτες ή στην εποχή εντυπωσιακών αναθεωρήσεων, κοινωνικά και ατομικά – αισθάνομαι ένα μπούχτισμα για τα γνώριμα, τα απαράλλαχτα. Τα λίγα. Το να αρκούμαι στα ελάχιστα, σε οποιονδήποτε τομέα, μου φαίνεται τεράστιο χάσιμο χρόνου και σπατάλη ύπαρξης.

Οπότε, τις προάλλες, όταν με ρώτησε η φίλη – με την οποία επικοινωνούμε μέσα από τα γνωστά ηχητικά σεντόνια – τα νέα μου, δεν κατάφερα να αρθρώσω λέξη. Δεν έβρισκα νέα, παρά μόνο παλιά και άραχνα. Κενό. Αυτό μου φάνηκε άξαφνα η ζωή μου: ένα επαναλαμβανόμενο, βαριεστημένο κενό. Παραδέχομαι πως αυτή την κρίση ματαιότητας την παθαίνω κάθε αρχές φθινοπώρου. Και κάθε πρώτη του Γενάρη. Και στα γενέθλιά μου.

Προσδοκώ. Βλέπω να ξεχύνονται μπροστά μου τόσες δυνατότητες για μεγάλες αλλαγές, για καινούργιες αποφάσεις και νέα ξεκινήματα. Φτιάχνω πλάνα με φόρα και τόλμη. Ετοιμάζω φτερά και βαλίτσες για νέους ορίζοντες.

Ύστερα, όμως, πιάνω και διαβάζω τα πλάνα. Τα ξανασκέφτομαι. Προσπαθώ να τα προσαρμόσω. Τα στριμώχνω, τα διπλώνω, τα μικραίνω. Τέλος, τα κλείνω. Τα κρύβω – στην κούτα του γραφείου και του μυαλού μου. Τα αφήνω να αιωρούνται ως σκόνη μέχρι να κατακάτσουν. Η τόλμη ξεφουσκώνει σαν τρύπιο μπαλόνι. Η φόρα γίνεται ακινησία, σε μια αποβλακωμένη διάσταση καμωμένη από καναπέδες και οθόνες.

Μου φαίνονται άπιαστα τα σχέδια και τα όνειρά μου. Καθώς όταν έχω χρήματα, δεν έχω χρόνο. Όταν έχω χρόνο, δεν έχω χρήματα. Κι όταν – σπανιότατο φαινόμενο – έχω και χρόνο και χρήματα, δεν υπάρχει πια ενέργεια· την έχω ξοδέψει όλη για τα προαναφερθέντα. Και μένω στα γνώριμα που με μπουχτίζουν. Στα ελάχιστα. Μαζεύω τα φτερά και νανουρίζομαι με όνειρα που γίνονται σύννεφα του νου.

Παρατηρώ παραέξω διάσημους – και μη – ανθρώπους, οι οποίοι έχουν φτάσει σε ένα τέτοιο επίπεδο τη ζωή τους που είναι αξιοζήλευτη. Ή έτσι φαίνεται. Αυθόρμητα συγκρίνω. Με πιάνει ένα ανασφαλές «γιατί όχι εγώ;». Γιατί νιώθω σαν χάμστερ παγιδευμένο σε μια τεράστια ρόδα, όπου τρέχω ασταμάτητα να προλάβω; Κάτι άπιαστο; Την ίδια τη ζωή, με τους προκαθορισμένους κανόνες. Τρέχω μήπως προλάβω και χτίσω την ύπαρξή μου αγνοώντας ή καταργώντας αυτούς τους κανόνες. Να φτιάξω μια καθημερινότητα όπου το τραγικό δίλημμα του μήνα «πληρώνω ΔΕΗ ή πάω οδοντίατρο;» αντικαθίσταται από μια άλλη, εξωπραγματική – για τα δικά μου δεδομένα.

Με δεκατρείς ώρες ύπνου, άπλετη γυμναστική για κορμάρα, ταξίδια όταν, όπου και όσο επιθυμώ. Με χόμπι που αλλάζω σαν κυκλοθυμική. Με λιγότερη εργασία, την οποία θα γουστάρω, αλλά με σημαντικές απολαβές.

Όλα τα παραπάνω – κι ακόμα τόσα – βέβαια προϋποθέτουν και τις απαραίτητες συνθήκες για να υφίστανται. Πρακτικά: ογκώδεις τραπεζικούς λογαριασμούς. Που χαρίζουν ελευθερία. Μιλάω για αυτήν που καταπνίγει το σύστημα. Για την ελευθερία που τελικά ίσως και να αγοράζεται. Καθώς, αν έχω τους πόρους, έχω και την πολυτέλεια, την ευχέρεια να επιλέγω. Να φτιάχνω τους κανόνες – όχι να τους υπομένω. Ή όχι μόνο. Να εκπληρώνω τις επιθυμίες μου ως τζίνι μαγικό, εφόσον δεν υπάρχουν πρακτικοί περιορισμοί, πέραν του εαυτού μου. Τα τρελά όνειρα να μην είναι τρελά. Να χρειάζονται μόνο χορήγηση ώστε να ξεκινήσουν να παίρνουν μορφή.

«Στόχευε ψηλά. Πίστεψε σε εσένα». Έτσι λένε. Οι σοφοί. Τα βιβλία. Οι coaches. Όταν δεν έχω περιθώρια να σηκώσω κεφάλι, το «ψηλά» φαίνεται πολύ μακρινός προορισμός και άσκοπος λόγος αυχενικού. Η πίστη περιορίζεται στο να καταφέρω να επιβιώσω αξιοπρεπώς σε μια κοινωνία όπου επιβάλλονται περίτεχνα σχεδόν τα πάντα και μας σερβίρεται μια μπουκιά από δήθεν ελευθερία ζωής. Καταπίνουμε αμάσητα και με το νόμο συνθήκες περιορισμένης ύπαρξης και ακύρωσης ονείρων. Τα αυτονόητα δηλώνονται ως χλιδή. Αφού και η ύπαρξή μας παίζεται σε διεστραμμένα δάχτυλα κορώνα-γράμματα.

Άραγε είμαι πράγματι θύμα ενός άδικου συστήματος, όταν η γέννησή μου δεν πλαισιώνεται από πορτοφόλια ανεξάντλητα και εξασφαλισμένες ανέσεις ζωής; Όταν η επιβίωση είναι το κεντρικό ζήτημα και βασικό θέμα συζήτησης που κατατρώει το νου; Όταν θάβω όνειρα επαγγελματικά και προσωπικά, καθώς είναι άφταστα και θυσιάζονται στον βωμό του «δεν μπορώ ακόμα, έχω να πληρώσω ενοίκιο, δόσεις, λογαριασμούς»;

Κατηγορώ τους ευνοημένους για τη δική μου μάχη να στρώσω τα άστρωτα; Ή τελικά παρασύρομαι στον εύκολο χορό του «φταίνε οι άλλοι», που δεν αναλαμβάνω την ευθύνη των ονείρων μου, της αλλαγής που λαχταρώ, της ευτυχίας μου;

Τα λεφτά μπορούν να διευκολύνουν τη διαδρομή προς την πολυπόθητη ελευθερία. Μπορούν να είναι τα καύσιμα για να πάρει μπρος η μηχανή. Δεν είναι όμως ο κινητήρας. Κινητήρας είναι η καρδιά. Εκεί κρύβεται όλος ο πλούτος. Γιατί, όταν θέλω, τίποτα και κανείς δε με σταματά. Ειδάλλως, τα λεφτά όλου του κόσμου να έχω στα πόδια μου, εάν λείπει η ψυχή, η μιζέρια και ο φόβος θα παραμείνουν φυλακή μου. Κι εγώ εκείνο το συνένοχο, παγιδευμένο χάμστερ.

Συντάκτης: Pierrette Fortin
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη